Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Γεγνέσιος / Τιμόθεος

Συγγραφή : Μακρυπούλιας Χρήστος (28/11/2003)

Για παραπομπή: Μακρυπούλιας Χρήστος, «Γεγνέσιος / Τιμόθεος», 2003,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=3992>

Γεγνέσιος / Τιμόθεος (22/2/2008 v.1) Gegnesios / Timotheos - δεν έχει ακόμη εκδοθεί 

Παραθέματα

 

Η δράση του Γεγνεσίου, όπως περιγράφεται από τον Πέτρο Σικελιώτη:

Εἷς δὲ ἐξ αὐτῶν ὀνόματι Παῦλος, Ἀρμένιος τῷ γένει, ἔχων δύο υἱούς, ὧν τὰ ὀνόματα Γεγνέσιος καὶ Θεόδωρος, μεθ’ ὧν καὶ ἀποδιδράσκει, ἔρχεται εἰς Ἐπίσπαριν, τὴν προλεχθεῖσαν ἡμῖν ἐν τοῖς διὰ πλάτους, ὅτε περὶ Παύλου καὶ Ἰωάννου τῶν Σαμοσατέων τῶν υἱῶν Καλλινίκης ἐλέγομεν· ἀφ’ οὗ Παύλου καὶ Παυλικιάνοι ἀντὶ Μανιχαίων μετωνομάσθησαν. Προβάλλεται οὖν ὁ Παῦλος τὸν ἑαυτοῦ υἱὸν Γεγνέσιον εἰς τὸ τῆς ἀθεότητος διδασκαλεῖον, ὃν καὶ Τιμόθεον μετονομάζει. Καὶ γίνεται στάσις μεταξὺ ἀμφοτέρων τῶν ἀδελφῶν, Γεγνεσίου, φημί, καὶ Θεοδώρου, τοῦ μὲν λέγοντος χάριν εἰληφέναι θεϊκὴν τὴν τοῦ πνεύματος, τοῦ δὲ πάλιν ἑαυτὸν ἐπὶ τοῦτο προβαλλομένου· καὶ οὕτως εἰς ἑαυτοὺς στασιάζοντες καὶ τέλειον μῖσος ἀλλήλους μισήσαντες οἱ τοῦ μύσους προστάται διέμειναν οὕτως μέχρι τέλους ζωῆς αὐτῶν. Ὁ δὲ βασιλεὺς τὰ περὶ τούτων ἀκούσας –ἦν δὲ τηνικαῦτα Λέων ὁ Ἴσαυρος– μεταστέλλεται τὸν Γεγνέσιον τὸν καὶ Τιμόθεον, μᾶλλον δὲ Θυμόθεον, καὶ παραπέμπει αὐτὸν πρὸς τὸν πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως. Ὡς δὲ εἶδεν αὐτὸν ὁ πατριάρχης, λέγει αὐτῷ· «Διὰ τί ἠρνήσω τὴν ὀρθόδοξον πίστιν;» Ὁ δὲ λέγει· «Ἀνάθεμα τὸν ἀρνησάμενον τὴν ὀρθόδοξον πίστιν.» Ἔλεγε δὲ ὀρθόδοξον πίστιν τὴν οἰκείαν αἵρεσιν. Καὶ ὁ πατριάρχης πάλιν λέγει· «Διὰ τί οὐ πιστεύεις καὶ προσκυνεῖς τὸν τίμιον σταυρόν;» Ὁ δὲ λέγει· «Ἀνάθεμα τὸν μὴ προσκυνοῦντα καὶ μὴ σεβόμενον τὸν τίμιον καὶ ζωοποιὸν σταυρόν.» Ἔλεγε δὲ σταυρὸν τὸν Χριστὸν τῇ ἐκτάσει τῶν χειρῶν σταυρὸν ἀποτελοῦντα. Καὶ πάλιν ἐρωτᾷ αὐτόν· «Διὰ τί οὐ σέβῃ καὶ προσκυνεῖς τὴν ἁγίαν θεοτόκον;» Ὁ δέ φησιν· «Ἀνάθεμα τὸν μὴ προσκυνοῦντα τὴν παναγίαν θεοτόκον, ἐν ᾗ εἰσῆλθεν ὁ κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς ὁ Χριστός, τὴν μητέρα πάντων ἡμῶν.» Ἔλεγεν δὲ ταύτην εἶναι τὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ, ἐν ᾗ πρόδρομος ὑπὲρ ἡμῶν εἰσῆλθε Χριστός. Καὶ πάλιν πρὸς αὐτόν φησιν ὁ πατριάρχης· «Διὰ τί οὐ μεταλαμβάνεις τοῦ ἀχράντου σώματος καὶ τοῦ τιμίου αἵματος τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ ἀτιμάζεις αὐτό;» Ὁ δὲ Θυμόθεος λέγει· «Ἀνάθεμα τὸν μὴ μεταλαβόντα ἢ ἀτιμάζοντα τὸ σῶμα καὶ αἷμα τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.» Ἔλεγε δὲ τὰ ῥήματα αὐτοῦ. Πάλιν δὲ περὶ τῆς ἁγίας καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς ἐκκλησίας ἐρωτηθεὶς ὡσαύτως ἔλεγεν, ἐκκλησίαν καθολικὴν τὰ συνέδρια τῶν Μανιχαίων ἀποκαλῶν. Καὶ περὶ τοῦ βαπτίσματος ὁμοίως ἔλεγεν τὸν κύριον Ἰησοῦν Χριστὸν ὑπάρχειν τὸ βάπτισμα καὶ οὐκ ἄλλο, διότι γέγραπται· «Ἐγώ εἰμι τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν». Καὶ οὕτως πάντα διαστρέψας ὁ Θυμόθεος καὶ καθ’ ἕκαστον ἀναθεματίσας, ὡς ἀναίτιος κακοῦ ἐνομίσθη, καὶ λαβὼν παρὰ τοῦ βασιλέως σιγίλλιον ἦλθεν πάλιν εἰς Ἐπίσπαριν· καὶ συνάξας πάντας τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ φεύγει σὺν αὐτοῖς καὶ κατῆλθεν εἰς τὴν θεόλεστον Μανάναλιν, ἐξ ἧς ἀνεδείχθη ὁ προρρηθεὶς Κωνσταντῖνος. Εἶτα ἐκεῖσε χρόνους ἱκανοὺς ἐπιμείνας, καὶ εἰς ἄκρον μανίας ἐλάσας, καὶ «θυμὸν καὶ ὀργὴν καὶ θλῖψιν ἀποστολὴν δι’ ἀγγέλων πονηρῶν» δεξάμενος, θεόπληκτος γενόμενος ὑπὸ τοῦ βουβῶνος τὸν βίον κατέστρεψεν, ἐν ὅλοις τριάκοντα ἔτεσι καὶ αὐτὸς τῆς ἀσεβείας γενόμενος προστάτης. Οὗτος ἔσχεν υἱὸν τοὔνομα Ζαχαρίαν καὶ μίσθιον αἶγας νέμοντα, ὅν ποτε ἐπὶ τῆς ὁδοῦ εὗρεν ἐσπαργανωμένον, διὰ τὸ ἐκ παρανόμου καὶ μεμιαμμένης προελθεῖν κοίτης· οἶδε γὰρ πόρνη τῆς κοιλίας αὐτῆς τὰ ἔκγονα ἐν ὁδῷ ῥίπτειν δεδιῶσα τὸ πταῖσμα. Ἀποθανόντος τοίνυν Γεγνεσίου ἐσχίσθησαν οἱ τούτου μαθηταί· καὶ οἱ μὲν προσερρύησαν Ζαχαρίᾳ, οἱ δὲ Ἰωσήφ τῷ νόθῳ προσέδραμον· οὕτως γὰρ ὠνομάζετο. Στάσεως οὖν πολλῆς γενομένης μεταξὺ ἀμφοτέρων, ὡς καὶ ἐπὶ τῶν πρὸ αὐτῶν, καὶ θάτερος ἑαυτὸν ψηφιζόμενος τὴν χάριν εἰληφέναι τοῦ πνεύματος, τὴν ἐνέργειαν μᾶλλον τοῦ ἀκαθάρτου ἐδέξαντο πνεύματος.

[Ένας όμως από αυτούς, ονόματι Παύλος, Αρμένιος στην καταγωγή, ο οποίος είχε δύο γιους, τον Γεγνέσιο και τον Θεόδωρο, απέδρασε μαζί με αυτούς και κατέφυγε στην Επίσπαριν, την οποία αναφέραμε προηγουμένως, όταν μιλούσαμε διεξοδικά για τον Παύλο και τον Ιωάννη τους Σαμοσατείς, τους γιους της Καλλινίκης. Από τον Παύλο αυτόν μετονομάστηκαν από Μανιχαίοι σε Παυλικιανούς. Ο Παύλος ανέδειξε τον γιο του Γεγνέσιο σε διδάσκαλο της αίρεσης των Παυλικιανών και τον μετονόμασε σε Τιμόθεο. Ανάμεσα στα δύο αδέλφια, τον Γεγνέσιο και τον Θεόδωρο, προέκυψε διάσταση, καθώς και οι δύο υποστήριζαν ότι έλαβαν τη θεία χάρη του πνεύματος. Έτσι, ευρισκόμενοι σε διαμάχη μεταξύ τους και μισώντας ο ένας τον άλλο θανάσιμα, οι υπερέχοντες αυτοί στην βρομιά παρέμειναν έτσι έως το τέλος της ζωής τους. Ακούγοντας δε για τις πράξεις του ο αυτοκράτορας –την εποχή εκείνη βασίλευε ο Λέων ο Ίσαυρος– έστειλε να καλέσουν τον Γεγνέσιο-Τιμόθεο (που μάλλον Θυμόθεο έπρεπε να τον λένε) και τον παρέπεμψε στον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Όταν, λοιπόν, τον είδε ο πατριάρχης, του λέει: «Γιατί αρνήθηκες την ορθόδοξη πίστη;». Ο δε Γεγνέσιος-Τιμόθεος είπε: «Ανάθεμα σε όποιον αρνήθηκε την ορθόδοξη πίστη». Εννοούσε ως ορθόδοξη πίστη την αίρεσή του. Ο πατριάρχης του λέει και πάλι: «Γιατί δεν πιστεύεις και δεν προσκυνάς τον τίμιο σταυρό;». Ο δε Γεγνέσιος-Τιμόθεος λέει: «Ανάθεμα σε όποιον δεν προσκυνά και δε σέβεται τον τίμιο και ζωοποιό σταυρό». Σταυρό εννοούσε τον Χριστό, που ήταν σαν σταυρός με τα χέρια στην έκταση. Και πάλι τον ρωτά ο πατριάρχης: «Γιατί δε σέβεσαι και δεν προσκυνάς την αγία Θεοτόκο;» Ο δε Γεγνέσιος-Τιμόθεος είπε: «Ανάθεμα σε όποιον δεν προσκυνά την Παναγία Θεοτόκο, στην οποία εισήλθε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, τη μητέρα όλων μας». Εννοούσε ως Παναγία την άνω Ιερουσαλήμ, στην οποία προηγήθηκε για τη σωτηρία μας ο Χριστός. Και πάλι του λέει ο πατριάρχης: «Γιατί δεν μεταλαμβάνεις από το άχραντο σώμα και το τίμιο αίμα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, αλλά τα ατιμάζεις;». Ο δε Θυμόθεος λέει: «Ανάθεμα σε όποιον δεν μεταλαμβάνει ή ατιμάζει το σώμα και το αίμα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού». Εννοούσε ως μετάληψη τα λόγια αυτού του ίδιου. Και πάλι, όταν ρωτήθηκε για την αγία καθολική και αποστολική εκκλησία, έλεγε τα ίδια, εννοώντας ως καθολική εκκλησία τις κοινότητες των Μανιχαίων. Και σχετικά με το βάπτισμα έλεγε τα ίδια, εννοώντας ως βάπτισμα τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν και τίποτε άλλο, διότι έχει γραφτεί ότι «Εγώ είμαι το νερό της ζωής». Και έτσι, διαστρέφοντας τα πάντα και αναθεματίζοντας τα πάντα, ο Θυμόθεος θεωρήθηκε αθώος κάθε αμαρτίας και, παίρνοντας έγγραφο από τον αυτοκράτορα, επέστρεψε στην Επίσπαριν· από εκεί, συγκεντρώνοντας τους μαθητές του, φεύγει μαζί με αυτούς και μεταβαίνει στη Μανάναλιν, τη γενέτειρα του προαναφερθέντος Κωνσταντίνου. Έπειτα, αφού διέμεινε εκεί για πολλά χρόνια και έφτασε στο ανώτατο όριο αφροσύνης, δεχόμενος «τον θυμό και την οργή και τη θλίψη σταλμένα με κακούς αγγέλους», χτυπήθηκε από τον Θεό με βουβωνική πανώλη και έχασε τη ζωή του, έχοντας και αυτός διατελέσει διδάσκαλος της αίρεσης για τριάντα χρόνια συνολικά. Αυτός απέκτησε γιο ονόματι Ζαχαρία και ένα παιδί που πληρωνόταν να βόσκει γίδια, που το είχε βρει πεταμένο στο δρόμο, τυλιγμένο στα σπάργανά του, επειδή προερχόταν από παράνομο και ανόσιο δεσμό· διότι η πόρνη πέταξε τον καρπό της κοιλίας της στο δρόμο, φοβούμενη την αμαρτία. Όταν πέθανε ο Γεγνέσιος, οι μαθητές του διασπάστηκαν· οι μεν πήραν το μέρος του Ζαχαρία, οι άλλοι του Ιωσήφ του νόθου, αυτό ήταν το όνομά του. Ευρισκόμενοι, λοιπόν, σε διάσταση μεταξύ τους, όπως και οι προκάτοχοί τους, και υποστηρίζοντας ο καθένας ότι αυτός έχει λάβει τη χάρη του θείου πνεύματος, φάνηκαν μάλλον να έχουν δεχθεί την ενέργεια του διαβολικού πνεύματος.]

Πέτρος Σικελιώτης, Ιστορία, Astruc Ch. et al. (eds), “Les sources grecques pour l’histoire des Pauliciens d’Asie Mineure”, Travaux et Mémoires 4 (1970), σελ. 47.17-49.29.

Αναφορά σε επιστολή του διδασκάλου Σεργίου στην κοινότητα που ίδρυσε ο Γεγνέσιος:

«Τὴν Ἀχαΐαν ἀνιστόρησε Τιμόθεος»· λέγει δὲ Ἀχαΐαν τὴν Μανάναλιν, καὶ τὸν Γεγνέσιον Τιμόθεον ὀνομάζει τὸν ὄντως Θυμόθεον.

[«Την εκκλησία της Αχαΐας τη δημιούργησε ο Τιμόθεος». Εννοούσε την κοινότητα των Παυλικιανών στη Μανάναλι και Τιμόθεο αποκαλούσε τον Γεγνέσιο, που κανονικά έπρεπε να λέγεται Θυμόθεος.]

Πέτρος Σικελιώτης, Ιστορία, Astruc Ch. et al. (eds), “Les sources grecques pour l’histoire des Pauliciens d’Asie Mineure”, Travaux et Mémoires 4 (1970), σελ. 61.20-21.

Ο Πέτρος Ηγούμενος αναφέρεται στον Γεγνέσιο-Τιμόθεο:

Τρίτον δὲ Ἀρμένιόν τινα τῷ γένει, Γεγνέσιον μὲν καλούμενον, μετονομάσαντα δὲ ἑαυτὸν Τιμόθεον.

[Τρίτο (διδάσκαλο έχουν) κάποιον Αρμένιο στην καταγωγή, ονόματι Γεγνέσιο, που ονόμασε τον εαυτό του Τιμόθεο.]

Πέτρος Ηγούμενος, Περί Παυλικιάνων των και Μανιχαίων, Astruc Ch. et al. (eds), “Les sources grecques pour l’histoire des Pauliciens d’Asie Mineure”, Travaux et Mémoires 4 (1970), σελ. 82.2-3.

Η θέση του Γεγνεσίου στη χορεία των Παυλικιανών διδασκάλων, όπως καταγράφεται στον Πέτρο Ηγούμενο:

Μάνεντα τοίνυν καὶ Παῦλον καὶ Ἰωάννην, καὶ ἄλλους οὓς ἐάν τις εἴπῃ αὐτοῖς, προθύμως ἀναθεματίζουσιν. Κωνσταντῖνον δὲ τὸν Σιλουανὸν ἐπικληθέντα, καὶ Συμεὼν τὸν καὶ Τίτον, καὶ Γεγνέσιον τὸν καὶ Τιμόθεον, καὶ Ἰωσὴφ τὸν καὶ Ἐπαφρόδιτον, καὶ Βαάνην τὸν ῥυπαρόν, καὶ Σέργιον τὸν καὶ Τυχικόν, ὡς διδασκάλους αὐτῶν οὐδαμῶς ἀναθεματίζουσιν, ἀλλ’ ἔχουσιν αὐτοὺς ὥσπερ ἀποστόλους Χριστοῦ.

[Τον Μάνη, λοιπόν, και τον Παύλο και τον Ιωάννη και όποιους άλλους αναφέρει κάποιος στους Παυλικιανούς αυτοί τους αναθεματίζουν με προθυμία. Όμως τον Κωνσταντίνο που ονομάστηκε Σιλουανός και τον Συμεών-Τίτο και τον Γεγνέσιο-Τιμόθεο και τον Ιωσήφ-Επαφρόδιτο και τον Βαάνη τον Ρυπαρό και τον Σέργιο-Τυχικό δεν τους αναθεματίζουν γιατί είναι διδάσκαλοί τους και τους έχουν όπως ακριβώς τους αποστόλους του Χριστού.]

Πέτρος Ηγούμενος, Περί Παυλικιάνων των και Μανιχαίων, Astruc Ch. et al. (eds), “Les sources grecques pour l’histoire des Pauliciens d’Asie Mineure”, Travaux et Mémoires 4 (1970), σελ. 83.1-5.

Ο πατριάρχης Φώτιος εξιστορεί το βίο και τη δράση του Γεγνεσίου:

Καὶ τὸ μὲν ἄλλο πλῆθος ἅμα Συμεῶνι τῷ καὶ Τίτῳ, οὕτω τοῦ ζῆν πικρῶς ἐστερήθησαν, Παῦλος δέ τις, γένος Ἀρμένιος, δύο παίδων πατήρ, ὧν τῷ μὲν ἦν Γεγναίσιος, τῷ δὲ Θεόδωρος ὄνομα, τοῦ θανάτου διαδιδράσκει, ὃς κατὰ πάσης τῆς ἀποστάτιδος μοίρας ἐψήφιστο, καὶ παραγίνεται μὲν εἰς τὴν ἄνωθεν ἡμῖν ὀνομασθεῖσαν Ἐπίσπαριν καὶ σπείρειν ἐσπούδαζε τὴν ἀσέβειαν. Ἐκ τούτου δὴ τοῦ Παύλου μερὶς οὐκ ἐλαχίστη τῆς ἀποστασίας καὶ τὴν ἐπωνυμίαν ἕλκει, μᾶλλον ἢ ἐκ τῶν τῆς Καλλινίκης παίδων, τὸ μυσαρὸν τῶν Μανιχαίων ἔθνος νομίζουσιν. Οὗτος τὸν ἑαυτοῦ υἱὸν Γεγναίσιον εἰς τὸ τῆς ἀθεότητος προκαθίζει διδασκάλιον, μετονομάσας Τιμόθεον. Ἐξ οὗ δὴ φθόνος μὲν ἐμφύεται τῶν ἀδελφῶν καὶ ὁ φθόνος τὴν στάσιν ἀπέτικτεν· καὶ ἑαυτὴν διαιρεθεῖσα κατενέμετο ἡ ἀσέβεια, τῶν ἀδελφῶν καὶ τὴν μήτραν καὶ τὴν ἀσέβειαν, τοῦ μὲν λέγοντος τὴν τοῦ πατρὸς ἄνωθεν ἀπεσταλμένην χάριν ἑαυτόν τε παρὰ τοῦ λαβόντος εἰσδέξασθαι καὶ τοῦ προνομίου τῆς ἀσεβείας τῷ δευτέρῳ μὴ ἐξίστασθαι, τοῦ δὲ Θεοδώρου ταύτην ἀντισπῶντος ἐφ’ ἑαυτῷ καὶ μὴ πατρόθεν ἐκ τοῦ λαβόντος δευτέρᾳ δόσει μετασχεῖν, ἀλλ’ ἐκ τῆς πρώτης δωρεᾶς καὶ ὅθεν ὁ πατὴρ ταύτην εἵλκυσεν. Ἔμεινεν οὖν ἡ τοιαύτη στάσις καὶ φιλονεικία μέχρι τοῦ ἐβδελυγμένου τέλους τῆς αὐτῶν δυσσεβεστάτης ζωῆς. Ὁ δὲ ἐκ Γερμανικείας τῆς κατὰ Συρίαν Λέων τηνικαῦτα τὰ σκῆπτρα τῆς ῥωμαϊκῆς ἀρχῆς ἐνεχειρίζετο, ὃς τὰ περὶ τῶν ἀσεβεστάτων τούτων ἀναμαθὼν μετάπεμπτον μὲν ποιεῖται τὸν Γεγναίσιον, οὐκ ἔχων δὲ κρίσιν τὰ τοιαῦτα διερευνᾶν καὶ τοῦτο καλῶς συνειδώς, αὐτὸς μὲν οὐκ ἐξετάζει τὸν αἰτιαθέντα, τῷ δὲ κατὰ καιροὺς τῶν ἱερατικῶν θρόνων τὴν προεδρίαν λαχόντι ἐξετασθησόμενον ὑπὲρ τῆς θρησκείας διαπέμπει. Λόγων οὖν πολλῶν πρὸς τὸν ἀποστάτην προεληλυθότων, καὶ τὰ μὲν τῶν ἀσεβημάτων, ὡς ἔθος αὐτοῖς, διὰ τῆς ἀρνήσεως ἀποδυομένου, τὰ δὲ ῥήμασιν ὀρθοδόξοις ἐπιχρωννύντος καὶ τῷ πολυπλόκῳ τῶν μεταβολῶν, ἧς ἔνοχος ἦν ἀποστασίας, διεισδύνοντός τε καὶ διολισθαίνοντος, ἡ τῶν ἀκροατῶν ψῆφος ἀφεώρα πρὸς ἀθώωσιν, καὶ ὁ πάσης ἀσεβείας πλήρης ἀνεύθυνος εἶναι τῶν ἐπικλημάτων ἐνομίζετο. Οἱ δὲ λόγοι, ὡς ἂν ἡ μίμησις εἴποι, τοιούτῳ διετυποῦντο σχήματι· «Διατί, φησὶν ὁ πατριάρχης, ὦ οὗτος, τὴν ὀρθόδοξον ἀπηρνήσω πίστιν;» Ὁ δὲ ἀποστάτης τὸν ἀρνησάμενον τὴν ὀρθόδοξον πίστιν ἀνάθεμα εἶναι ὑπεκρίνατο, ὀρθόδοξον καλῶν τὸ οἰκεῖον ἀσέβημα. Ἐπεὶ δὲ καὶ δευτέρα προῆλθεν ἐρώτησις· «Διατί οὐ προσκυνεῖς καὶ περιπτύσσῃ τὸν σταυρὸν τοῦ Χριστοῦ;» ὁ ἀποστάτης πάλιν τῇ ὁμοίᾳ ἀρᾷ τὸν μὴ προσκυνοῦντα τὸν ζωοποιὸν σταυρὸν παρεπέμπετο, σταυρὸν ὁ πάσης ἀρᾶς ἔνοχος καὶ τὰ ἄνω κάτω ποιῶν αὐτὸν ἀποκαλῶν τὸν Χριστόν· τῇ γὰρ τῶν χειρῶν ἐκτάσει αὐτός, φησί, διέγραψε τὸν σταυρόν· καὶ τὰ μὲν ῥήματα ἦσαν τοῦ θεάτρου καὶ κοινά, τὰ δὲ διὰ τῶν ῥημάτων δηλούμενα τῆς ἀποστασίας καὶ μυστικά. Ἐπὶ τούτοις ἠρωτᾶτο, τί δήποτε τὴν παναγίαν θεοτόκον τῆς ὀφειλομένης τιμῆς καὶ προσκυνήσεως οὐκ ἀξιοῖ. Ὁ δὲ τὸ σύνηθες αὐτοῦ, καὶ οὗ μήποτε διέστη, ἀνάθεμα κατὰ τῶν μὴ προσκυνούντων τὴν παναγίαν θεοτόκον ἀπέρριπτεν, προστιθεὶς ἀσπάζεσθαι καὶ σεβάζεσθαι αὐτήν, ἐν ᾗ ἐξῆλθεν καὶ εἰσῆλθεν ὁ κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς ὁ Χριστός, τὴν μητέρα πάντων ἡμῶν. Ταῦτα δὲ ὁ δόλιος τῇ γλώττῃ λέγων, κατὰ τὴν μυσαρὰν αὐτού τελετὴν καὶ διάνοιαν τὴν ἄνω Ἱερουσαλὴμ ἐσκηνοποίει καὶ ἀνέπλαττεν θεοτόκον, ἐν ᾗ καὶ πρόδρομον ὑπὲρ ἡμῶν εἰσελθεῖν τὸν Χριστὸν τὰ τοῦ ἀποστόλου κηρύσσει διδάγματα. Τέταρτον εἰς ἐρώτησιν αὐτῷ προὔκειτο, τί δήποτε τὸ ἄχραντον καὶ φρικτὸν σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ τοῦ θεοῦ ἡμῶν ὑβρίζει τε καὶ διαπτύει καὶ μετασχεῖν αὐτῶν οὐκ ἀνέχεται. Ὁ δὲ τρισαλιτήριος πάλιν τόν τε ἀτιμίαις ὑπάγοντα τὸ σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ τοῦ θεοῦ ἡμῶν καὶ τὸν τῆς μετοχῆς αὐτῶν ἔξω διαμένοντα τῷ ἀναθέματι παρετίθετο, σῶμα πάλιν καὶ αἷμα ὁ κατάρατος ἐννοῶν οὐχ ἅπερ ἡμᾶς ἐδίδαξεν ὁ κοινὸς δεσπότης σῶμα καὶ αἷμα καλεῖν, ἀλλ’ ἀντ’ ἐκείνων τὰ κυριακὰ λόγια. Τὰ ἵσα δὲ καὶ ὅμοια περὶ τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας ἀπαιτηθεὶς καὶ ἀποφηνάμενος, τὰ συνέδρια τῶν Μανιχαίων καθολικὴν ἐκκλησίαν ἐνενόει τε καὶ ἀπεσέμνυνεν. Ἡ δὲ ἐπὶ τοῖς εἰρημένοις ἕκτη ἐρώτησις περὶ τοῦ βαπτίσματος αὐτὸν ἀνεπυνθάνετο, εἰ μὴ καθάρσιον ἡγεῖται τοῦτο τῶν ψυχικῶν μολυσμάτων καὶ λουτρὸν ἁμαρτημάτων ἀφέσεως. Ὁ δὲ πάλιν διὰ τῆς ὁμοίας μηχανῆς καὶ προθύμως ἀπεδίδου τὴν τιμῶσαν τὸ βάπτισμα καὶ ἀποδεχομένην ἀπόκρισιν, τῇ τοῦ βαπτίσματος φωνῇ ὁ πάντα φύρων καὶ συγχέων τὸν κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν ὑποβάλλων· γεγράφθαι γὰρ αὐτὸν εἶναι τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν. Οὕτως δὴ οὕτως τὸ δόλιον ἐκεῖνο καὶ κακομήχανον τέρας μηδὲν μὲν τῆς ἀποστολικῆς καὶ καθολικῆς ἐκκλησίας τὸ παράπαν φρονοῦν, μᾶλλον δὲ τἀναντία πάντα περιθάλπον τε καὶ περιέπον καὶ τιμῶν, ἐπεὶ πρὸς τὰς ἐκκλησιαστικὰς ἐνομίσθη τοῖς παροῦσιν οὐκ ἀπομάχεσθαι λέξεις, ὑφ’ αἷς ἐκεῖνος τὸν θανατηφόρον τῆς ἀποστασίας ἔκρυπτεν ἰόν, ἔδοξεν, ὥσπερ ἔφημεν ἀπ’ ἀρχῆς, ὁ τρισαλιτήριος ἐκεῖνος οὐκ ἔνοχος ἀσεβείας εἶναι, ἀλλὰ τοῦ φρονήματος ὑπάρχειν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ. Ἀπολύεται δὴ διὰ τοῦτο τῆς ἐτάσεως ἠθωωμένος ὁ διπλῆν ἄξιος ὑποσχεῖν τιμωρίαν τῆς τε πατρῴας ἀσεβείας καὶ τῆς ἀπάτης, δι’ ἧς τῶν τε κρινόντων τὴν ὀρθὴν κρίσην διέστρεψεν, καὶ δόξαν ἑαυτῷ, δυσσεβέστατος ὤν, τῆς ἡμῶν εὐσεβείας περιέφερεν. Πλὴν ἀλλ’ ἐπί γε τοιαύταις μηχαναῖς τοῦ κριτηρίου ἀπολυθεὶς αἰτεῖται καὶ λαμβάνει παρὰ τοῦ βασιλέως τύπον ἔγγραφον πᾶσαν αὐτῷ διδόντα τὴν ἄδειαν οἴκοι τε διατρίβειν καὶ τὰ αὐτοῦ ἀνεπηρεάστως καὶ μηδὲν ἔτι τῶν συκοφαντῶν δεδιέναι τὰς γλώσσας. Ἀπάρας οὖν τῆς βασιλίδος καὶ καταλαβὼν τὴν Ἐπίσπαριν συναθροίζει μὲν τοὺς τῆς ἀποστασίας μαθητάς, ἐκεῖθεν δὲ πρὸς τὴν Μανάναλιν, ἐξ ἧς ὁ προειρημένος ὡρμᾶτο Κωνσταντῖνος, φυγὰς σὺν τοῖς ἑπομένοις παραγίνεται. Χρόνους δὲ ἱκανοὺς ἐν αὐτῇ κατατρίψας καὶ πολλὰς ψυχὰς ἀνθρώπων ὁ δείλαιος διαφθείρας, λοιμικῷ θανάτῳ –ἐπενέμετο γὰρ κατὰ τοὺς καιροὺς ἐκείνους ἀφειδῶς τὸ ἀνθρώπινον– καὶ αὐτὸς ἁλοὸς τὸν βίον κατέστρεψεν, ἐπὶ ἔτη που τριάκοντα προστάτης τῆς ἀσεβείας γενόμενος. Οὗτος οὖν ὁ τρισαλιτήριος υἱὸν ἐκ σκοτίας μίξεως τὸν Ζαχαρίαν τίκτει, ὅν, ὡς ἔφημεν, ἔνιοι τῶν τὰ Μανιχαίων τιμῶντων μισθωτόν τε ἡγοῦνται καὶ τοῦ ποιμένος ἀνάξιον καὶ τοῦ διδασκαλικοῦ χοροῦ ὑπερόριον. Πλὴν ἀλλὰ γὰρ τοῦ Γεγναισίου ἀποφθαρέντος τὸ τῶν μαθητῶν εἰς δύο σχίζεται πλῆθος, καὶ οἱ μὲν τὸν Ζαχαρίαν ἑταιρίζονται, οἱ δὲ τὸν Ἰωσήφ, ὃν καὶ νόθον τινὲς ἐπεφήμιζον.

[Μεγάλο μέρος των αιρετικών βρήκε τέτοιο φρικτό θάνατο μαζί με τον Συμεών, τον λεγόμενο Τίτο, όμως κάποιος Παύλος, Αρμένιος στην καταγωγή, πατέρας δύο παιδιών, από τα οποία το ένα ονομαζόταν Γεγναίσιος, το άλλο Θεόδωρος, διέφυγε το θάνατο που είχε διαταχθεί για όλους τους αιρετικούς και κατέφυγε στην προαναφερθείσα Επίσπαριν, όπου μηχανευόταν να σπείρει την ασέβεια. Από τον Παύλο αυτό νομίζει το βρομερό έθνος των Μανιχαίων ότι πήρε την ονομασία του μεγάλο μέρος της αίρεσης και όχι από τους γιους της Καλλινίκης. Ο Παύλος ανακήρυξε τον γιο του Γεγναίσιο διδάσκαλο στην αθεότητα και τον μετονόμασε Τιμόθεο. Από την πράξη αυτή προέκυψε φθόνος εκ μέρους του αδελφού του και ο φθόνος γέννησε τη διαμάχη· έτσι η ασέβεια μοιράσθηκε και στα δύο αδέλφια, αδέλφια από την ίδια μητέρα και στην ίδια ασέβεια, από τους οποίους ο πρώτος έλεγε ότι τη χάρη που είχε λάβει άνωθεν ο πατέρας τους τη δέχθηκε και ο ίδιος και ότι το προνόμιο της ασέβειας δε δόθηκε και στον δευτερότοκο γιο, ενώ ο Θεόδωρος θεωρούσε ότι είχε και ο ίδιος τη χάρη, που την έλαβε όχι μέσω του αδελφού του σε δεύτερη φάση, αλλά απευθείας από εκεί που την είχε και ο πατέρας τους. Η διαμάχη αυτή και η φιλονικία διήρκεσε μέχρι το βρομερό τέλος της ασεβούς ζωής τους. Ο τότε Βυζαντινός αυτοκράτωρ, ο Λέων, ο οποίος καταγόταν από τη Γερμανίκεια της Συρίας, αφού έμαθε για την αιρετική διδασκαλία τους, έστειλε και κάλεσε τον Γεγναίσιο. Γνωρίζοντας καλά, όμως, ότι ο ίδιος δεν ήταν σε θέση να εξετάσει τον κατηγορούμενο, τον παραπέμπει στον τότε πατριάρχη προς ανάκριση σχετικά με τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις. Αφού, λοιπόν, έγινε μεγάλη συζήτηση με τον αποστάτη και κάποιες από τις αιρετικές του πεποιθήσεις τις αρνήθηκε (όπως συνηθίζουν αυτοί), ενώ κάποιες άλλες τις κάλυψε με λόγια που υποτίθεται ότι έδειχναν την ορθοδοξία του και από την αίρεση για την οποία ήταν ένοχος κατάφερε να ξεφύγει περιπλέκοντας και μπερδεύοντας τα πράγματα, όσοι άκουσαν την απολογία του αποφάσισαν ότι ήταν αθώος και αυτός, που ήταν γεμάτος από κάθε είδους ασέβεια, θεωρήθηκε ότι δεν είχε ευθύνη για τις εναντίον του κατηγορίες. Τα δε λόγια που ειπώθηκαν πήραν, ούτως ειπείν, το ακόλουθο σχήμα: «Γιατί», λέει ο πατριάρχης, «απαρνήθηκες την ορθόδοξη πίστη;». Ο δε αποστάτης απάντησε ότι αναθεματίζει όποιον αρνήθηκε την ορθόδοξη πίστη, ονομάζοντας ορθοδοξία την αίρεσή του. Έπειτα του απηύθυναν και δεύτερη ερώτηση: «Γιατί δεν προσκυνάς, αλλά φτύνεις τον σταυρό του Χριστού;». Ο αιρετικός και πάλι την ίδια κατάρα απηύθυνε προς όποιον δεν προσκυνούσε τον ζωοποιό σταυρό, τον Χριστό εννοώντας ως σταυρό, ο άξιος για κάθε κατάρα που έφερε τα πάνω κάτω· διότι, έλεγε, ο Χριστός διέγραψε τον σταυρό με τα χέρια του στην έκταση· τα λόγια του ήταν για κοινή ακρόαση και θεατρικά, τα νοήματά τους, όμως, ήταν αιρετικά και μυστικά. Επιπλέον, τον ρώτησαν γιατί δεν τιμά και δεν προσκυνά την Παναγία Θεοτόκο. Ο δε Γεγναίσιος, όπως ήταν η συνήθειά του, και την οποία δεν άλλαξε ποτέ, έριξε ανάθεμα εναντίον όσων δεν προσκυνούσαν την Παναγία Θεοτόκο, προσθέτοντας ότι αυτός την ασπαζόταν και τη σεβόταν, διότι από αυτήν, τη μητέρα όλων μας, εξήλθε και εισήλθε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Λέγοντας αυτά ο δόλιος, εννοούσε, σύμφωνα με τη βρομερή του αίρεση και το μυαλό του, και παράσταινε ότι Θεοτόκος ήταν η άνω Ιερουσαλήμ, στην οποία εισήλθε ως πρόδρομος για τη σωτηρία μας ο Χριστός, όπως κηρύσσουν τα αποστολικά διδάγματα. Τέταρτη ερώτηση προς αυτόν ήταν γιατί υβρίζει και φτύνει και δεν ανέχεται να μεταλαμβάνει του αχράντου και φοβερού σώματος και αίματος του Χριστού του θεού μας. Ο δε τρισαλιτήριος πάλι αναθεμάτισε όποιον ατίμαζε το σώμα και αίμα του Χριστού του θεού μας και δεν ήθελε να μεταλαμβάνει, θεωρώντας ο καταραμένος, για ακόμα μία φορά, σώμα και αίμα όχι αυτά που ο Κύριος όλων δίδαξε εμάς να αποκαλούμε σώμα και αίμα, αλλά αντί εκείνων τα λόγια του Κυρίου. Τα ίδια και απαράλλακτα απάντησε και όταν ερωτήθηκε για την καθολική εκκλησία, εννοώντας τις κοινότητες των Μανιχαίων. Η δε έκτη ερώτηση που του απευθύνθηκε ήταν σχετική με το βάπτισμα και αν το θεωρεί καθαρισμό από τη μόλυνση της ψυχής και λουτρό άφεσης των αμαρτιών ή όχι. Ο δε Γεγναίσιος πάλι χρησιμοποίησε το ίδιο κόλπο και έδωσε την αποδεκτή απάντηση ότι τιμά το βάπτισμα, εννοώντας όμως ως βάπτισμα, αυτός που ανακάτευε και συνέχεε τα πάντα, το λόγο του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, διότι οι γραφές τον ονομάζουν «νερό της ζωής». Έτσι, λοιπόν, με αυτό τον τρόπο, το δόλιο εκείνο και μηχανορράφο τέρας, το οποίο δεν πίστευε καθόλου στην αποστολική και καθολική εκκλησία (μάλλον αγαπούσε και ασπαζόταν και τιμούσε τα αντίθετα), επειδή θεωρήθηκε (χάρη στα λόγια του, κάτω από τα οποία κρυβόταν το θανατηφόρο δηλητήριο της αίρεσης) ότι δεν αντιτίθεται στα διδάγματα της εκκλησίας, αποφασίστηκε, όπως είπαμε από την αρχή, ότι ο τρισαλιτήριος αυτός δεν ήταν ένοχος ασεβείας, αλλά είχε ορθές θρησκευτικές πεποιθήσεις. Έλαβε, λοιπόν την άδεια να αποχωρήσει, έχοντας αθωωθεί από την ανάκριση αυτός, που έπρεπε να τιμωρηθεί δύο φορές, επειδή παρέμενε πιστός στην αίρεση των πατέρων του και για την απάτη με την οποία διέστρεψε την ορθή κρίση των ανακριτών και έδωσε την εντύπωση, αν και φανατικός αιρετικός, ότι πρεσβεύει το ορθόδοξό μας δόγμα. Φεύγοντας, λοιπόν, από τη Βασιλεύουσα και φτάνοντας στην Επίσπαριν, συγκεντρώνει τους μαθητές της αίρεσής του και καταφεύγει με τους ακολούθους του στη Μανάναλιν, από την οποία καταγόταν ο Κωνσταντίνος που αναφέραμε πριν. Εκεί παρέμεινε για πολλά χρόνια, διαφθείροντας τις ψυχές πολλών ανθρώπων ο αλιτήριος, και πέθανε από επιδημία –διότι μια τέτοια λοιμική νόσος λυμαινόταν ανελέητα το ανθρώπινο γένος τον καιρό εκείνο–, έχοντας διατελέσει αρχηγός της αίρεσης για τριάντα χρόνια περίπου. Αυτός, λοιπόν, ο τρισαλιτήριος αποκτά γιο από σκοτεινό δεσμό, τον Ζαχαρία, τον οποίον ορισμένοι Μανιχαίοι θεωρούν μισθοφόρο και ανάξιο ποιμένα και εκτός της χορείας των διδασκάλων. Όταν, όμως, πέθανε ο Γεγναίσιος, οι μαθητές του χωρίστηκαν στα δύο και οι μεν πήραν το μέρος του Ζαχαρία, οι δε του Ιωσήφ, τον οποίο μερικοί ονόμαζαν νόθο.]

Φώτιος Πατριάρχης, Διήγησις της νεοφανούς των Μανιχαίων αναβλαστήσεως, Astruc Ch. et al. (eds), “Les sources grecques pour l’histoire des Pauliciens d’Asie Mineure”, Travaux et Mémoires 4 (1970), σελ. 145.21-149.32.

 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>