|
|
|
|
|
ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ
|
|
μητρόπολις, η
Τιμητικός τίτλος που έφεραν σημαντικά οικιστικά κέντρα μιας περιοχής κατά την Αυτοκρατορική περίοδο. Ενίοτε δήλωνε την οργάνωση εκ μέρους της πόλης εκδηλώσεων που σχετίζονταν με την αυτοκρατορική λατρεία. Στις πλείστες των περιπτώσεων ο τίτλος προσδιόριζε πόλεις που αποτελούσαν πιθανότατα διοικητικά κέντρα μιας ευρύτερης περιοχής. Μετά την οργάνωση της Μικράς Ασίας από το Διοκλητιανό σε μικρές επαρχίες, οι μητροπόλεις εξελίχθηκαν σε πρωτεύουσες των νέων αυτών διοικητικών περιφερειών.
|
ύπατος, ο (consul)
Αξιωματούχος του ρωμαϊκού κράτους. Την περίοδο της Δημοκρατίας ήταν το ανώτατο πολιτικό και στρατιωτικό αξίωμα της πολιτείας, ενώ κάθε χρόνο εκλέγονταν δύο ύπατοι. Το υπατικό αξίωμα επιβίωσε και στην Αυτοκρατορική περίοδο με τιμητικό πλέον χαρακτήρα, καθώς και στην Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο. Μετά τον 6ο αιώνα η θέση του υπάτου στη βυζαντινή αυλική ιεραρχία ήταν χαμηλή, μόλις ανώτερη του σπαθαρίου, αλλά το 10ο αιώνα εμφανίζεται και πάλι ως αξίωμα, πιθανώς με δικαστικές αρμοδιότητες. Ο τίτλος του υπάτου παύει να χρησιμοποιείται μετά το 12ο αιώνα.
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|