Ζεύγμα / Σελεύκεια / Απάμεια (Αρχαιότητα)

1. Θέση και ταύτιση

Η αρχαία πόλη Ζεύγμα βρισκόταν στη νοτιοανατολική Τουρκία, κοντά στο μικρό χωριό Belkis στις όχθες του Ευφράτη, και απείχε περίπου 10 χλμ. από την πόλη Nizip της επαρχίας Gaziantep. Παρόλο που πολλοί περιηγητές είχαν εντοπίσει τα αρχαία οικιστικά κατάλοιπα στο Belkis, η ταύτισή τους με τη σημαντικότατη ελληνορωμαϊκή συνοριακή πόλη έγινε μόλις στις αρχές του 20ού αιώνα.1 Σήμερα, η περιοχή έχει κατακλυστεί από τα νερά του τεράστιου φράγματος του Birecik στα νότια, η επικείμενη κατασκευή του οποίου οδήγησε τα τελευταία χρόνια στη διενέργεια εντατικών σωστικών ανασκαφών υπό την αιγίδα Τούρκων και ξένων αρχαιολόγων.2

2. Ιστορική επισκόπηση


Το 300 π.Χ. ο ιδρυτής της σελευκιδικής δυναστείας Σέλευκος Α΄ Νικάτωρ (312-281 π.Χ.) κατασκεύασε μια γέφυρα σε ένα στρατηγικής σημασίας πέρασμα του ποταμού Ευφράτη, το οποίο συνέδεε τη Μεσοποταμία με τα εδάφη της Συρίας που είχε μόλις προσαρτήσει στο βασίλειό του. Καθώς το σημείο αυτό ήταν ένα από τα ελάχιστα απ’ όπου μπορούσε κανείς να διαβεί τον ποταμό με ασφάλεια, η νέα γέφυρα αποτελούσε το μοναδικό μόνιμο πέρασμα σε όλο το ρου του Ευφράτη, από την οροσειρά του Ταύρου μέχρι τη Βαβυλωνία.3 Ο Σέλευκος εμπιστεύτηκε τη φύλαξη της κομβικής αυτής περιοχής στη νέα πόλη που ίδρυσε στα δύο άκρα της γέφυρας.4 Ο οικισμός της δυτικής όχθης ονομάστηκε Σελεύκεια από τον ιδρυτή της, ενώ ο άλλος έλαβε το όνομα Απάμεια, προς τιμήν της συζύγου του Σελεύκου. Αρχικά, οι δύο πόλεις παρουσίασαν διαφορετικό βαθμό ανάπτυξης, με τη Σελεύκεια να έχει την πρωτοκαθεδρία, και οι δύο ονομασίες χρησιμοποιούνταν ξεχωριστά.5 Σταδιακά, όμως, επικράτησε η κοινή χρήση της ονομασίας «Ζεύγμα» (= γέφυρα), εύγλωττη απόδειξη για τον καταλυτικό ρόλο της γέφυρας στη ζωή των κατοίκων.

Εκτός από την προφανή στρατηγική της σημασία, η θέση του Ζεύγματος ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκή και για άλλους λόγους. Καταρχάς, η γύρω περιοχή διέθετε άφθονους φυσικούς πόρους, που πρόσφεραν μεγάλες δυνατότητες για οικονομική ανάπτυξη, όπως εκτεταμένα γόνιμα πεδινά εδάφη και βοσκοτόπια, αλλά και πηγές που εξασφάλιζαν επάρκεια σε νερό. Επιπλέον, η νέα πόλη βρισκόταν σε κομβικό σημείο για το εμπόριο με την Ανατολή, πάνω στον αρχαίο δρόμο που ένωνε τη Συρία με τα γόνιμα εδάφη της Μεσοποταμίας, με αποτέλεσμα να εξελιχτεί σε μείζον εμπορικό κέντρο.6 Όπως ήταν φυσικό, κρίθηκε απαραίτητη η ύπαρξη μόνιμης στρατιωτικής φρουράς, που ήταν επιφορτισμένη με τη φύλαξη της γέφυρας και τη διασφάλιση της απρόσκοπτης διεξαγωγής των εμπορικών συναλλαγών.7 Στην πόλη κυριαρχούσε ο ελληνικός τρόπος ζωής, τον οποίο μεταλαμπάδευσαν οι Έλληνες άποικοι που εγκαταστάθηκαν εκεί. Παρά την έλλειψη αρχαιολογικών ευρημάτων για την περίοδο αυτή, είναι δυνατό να ανασυστηθεί η εικόνα μιας τυπικής ελληνιστικής πόλης, τόσο ως προς την οικιστική της μορφή, με ελληνικού τύπου δημόσια και ιδιωτικά κτήρια, όσο και ως προς τους θεσμούς και τις λατρείες. Πέραν του εμπορίου, η οικονομία ήταν σε μεγάλο βαθμό αγροτική, ενώ το ελληνικό στοιχείο έθεσε τις υποδομές για την ανάπτυξη αξιόλογης βιοτεχνικής παραγωγής.8 Η βαρύνουσα σημασία της πόλης στα πολιτικά δρώμενα της ευρύτερης περιοχής της Συρίας αντανακλάται σε διάφορα γεγονότα που έλαβαν χώρα εδώ, τα οποία διασώζουν με γλαφυρό τρόπο οι αρχαίες πηγές. Έτσι, ο γάμος του Αντιόχου Γ΄, βασιλιά της Συρίας, με τη Λαοδίκη, κόρη του Μιθριδάτη Β΄ του Πόντου, ένα γεγονός με σαφείς πολιτικές προεκτάσεις για την περιοχή, τελέστηκε στο Ζεύγμα το έτος 221 π.Χ. με βασιλική μεγαλοπρέπεια, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Πολύβιος.9

Τα χρόνια που ακολούθησαν χαρακτηρίστηκαν από μια αλληλουχία στρατιωτικών συγκρούσεων και πολιτικών ζυμώσεων, η οποία οδήγησε στην οριστική απώλεια εκ μέρους των Σελευκιδών των μικρασιατικών τους κτήσεων και στη σταδιακή ανάδειξη του ρωμαϊκού στοιχείου ως της νέας δύναμης που καθόριζε ουσιαστικά τις τύχες της Ασίας. Παράλληλα, οι τοπικοί ηγεμόνες διατηρούσαν τα ερείσματά τους έως τον 1ο αιώνα π.Χ., ενώ οι Πάρθοι γίνονταν ολοένα και πιο απειλητικοί πέρα από τον Ευφράτη. Μέχρι το έτος 63 π.Χ. το μεγαλύτερο τμήμα της Συρίας είχε περάσει ουσιαστικά στον έλεγχο των Ρωμαίων. Παρ’ όλ’ αυτά, πολλές περιοχές και πόλεις παρέμειναν στη δικαιοδοσία τοπικών ηγεμόνων. Το Ζεύγμα εντάχθηκε στην επικράτεια της Κομμαγηνής, η οποία τελούσε υπό καθεστώς πελατειακού βασιλείου της Ρώμης.10 Όταν μεταξύ των ετών 83 και 69 π.Χ. ο Τιγράνης Β΄ της Αρμενίας απέκτησε τον έλεγχο της περιοχής, το Ζεύγμα ακολούθησε την τύχη των υπόλοιπων πόλεων της βασιλείου και υπάχθηκε στη δικαιοδοσία του.11 Λίγο αργότερα, το 62 ή 61 π.Χ., ο Πομπήιος παραχώρησε το βασίλειο στον Αντίοχο Α΄ (69-36 π.Χ.), βασιλιά της Κομμαγηνής.12 Σύντομα, τα εδάφη της βόρειας Συρίας έγιναν το θέατρο σφοδρών συγκρούσεων μεταξύ Ρωμαίων και Πάρθων.13 Στο πλαίσιο των στρατιωτικών αυτών επιχειρήσεων, ο Ρωμαίος στρατηγός Κράσσος –αγνοώντας τους κακούς οιωνούς, τους ισχυρούς ανέμους, την ομίχλη και τις αστραπές– διέσχισε με το στρατό του τη γέφυρα στο Ζεύγμα το έτος 53 π.Χ. και βρέθηκε σε εχθρικό έδαφος στην αντίπερα όχθη του Ευφράτη, με αποτέλεσμα να γνωρίσει την ήττα και το θάνατο στη μάχη των Καρρών.14

Η ισχυροποίηση των Ρωμαίων στα επόμενα χρόνια και η ακόλουθη αποδυνάμωση των Πάρθων οδήγησαν στη σταδιακή ενσωμάτωση των μικρών πελατειακών βασιλείων του Ευφράτη στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, προκειμένου να βρίσκονται υπό τον πλήρη έλεγχο της κεντρικής εξουσίας. Το 17 μ.Χ. το Ζεύγμα πέρασε υπό το ρωμαϊκό έλεγχο και μια νέα εποχή ξεκίνησε για την πόλη. Υπαγόμενη στη ρωμαϊκή επαρχία της Συρίας, η πόλη αποτέλεσε για τους δύο αιώνες που ακολούθησαν ένα από τα σημαντικότερα προπύργια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας έναντι των Πάρθων. Ο ρόλος αυτός συνεπαγόταν πλέον την ολοένα αυξανόμενη παρουσία στρατιωτικών δυνάμεων, που είτε ενίσχυαν τις υπάρχουσες φρουρές σε περίπτωση κινδύνου είτε απλά διέρχονταν περιστασιακά από την περιοχή. Επιστέγασμα της διαδικασίας αυτής ήταν η μόνιμη εγκατάσταση της Τέταρτης Σκυθικής Λεγεώνας (LegioIIIIScythica) στο Ζεύγμα τα χρόνια μετά το 70.15 Το στρατιωτικό αυτό σώμα, που επιφορτίστηκε με το δύσκολο έργο της φύλαξης του περάσματος του Ευφράτη στο ανατολικό σύνορο, στάθμευσε στην περιοχή για περισσότερα από 150 χρόνια.16

Η άφιξη του ρωμαϊκού στρατού αποτέλεσε καίρια καμπή στην ιστορία του Ζεύγματος, αφού αναδιαμόρφωσε ριζικά το χαρακτήρα της πόλης και επέφερε αξιοσημείωτες αλλαγές σε όλους τους τομείς.17 Καταρχάς, η εγκατάσταση 5.000 περίπου στρατιωτών, στους οποίους αναλογούσε δεκαπλάσιος αριθμός πολιτών που τους συνόδευαν –οι οικογένειες των υψηλόβαθμων στρατιωτικών, οι σύμβουλοι και οι δούλοι τους–, άλλαξε άρδην τη δομή του πληθυσμού.18 Μια ολόκληρη κοινωνία μεταφυτεύτηκε στην πόλη, η οποία είχε παγιωμένη πολιτιστική και θρησκευτική ταυτότητα, ενώ παράλληλα ήταν φορέας μιας πλούσιας στρατιωτικής παράδοσης όπως αυτή είχε διαμορφωθεί στην Ιταλία.19 Ταυτόχρονα, επιβίωνε μια τοπική παράδοση, η οποία είχε αποκρυσταλλωθεί στους τρεις και πλέον αιώνες ζωής της πόλης και ήταν έκδηλη σε διάφορες εκφάνσεις του δημόσιου βίου. Ο συγκερασμός των δύο αυτών παραγόντων προσέδωσε στο Ζεύγμα των Αυτοκρατορικών χρόνων έναν ιδιότυπο χαρακτήρα. Συγκεντρώνοντας πολλαπλούς ρόλους –ακρότατος εκπρόσωπος της ρωμαϊκής εξουσίας στο ζωτικής σημασίας ανατολικό σύνορο, μία από τις σημαντικότερες στρατιωτικές βάσεις της αυτοκρατορίας, εμπορικός κόμβος για τα καραβάνια που ταξίδευαν από την Ανατολή προς τη Δύση– το Ζεύγμα βρισκόταν κυριολεκτικά στο μεταίχμιο δύο κόσμων. Ο πληθυσμός της πόλης αποτελούσε ένα πολυπολιτισμικό μωσαϊκό. Κατ’ αναλογία με τη γειτονική Δούρα-Ευρωπό θεωρείται πιθανό ότι οι στρατιώτες χρησιμοποιούσαν τη λατινική στις καθημερινές τους συναλλαγές. Οι επιγραφές όμως πιστοποιούν ότι επίσημη γλώσσα των πολιτών ήταν τα ελληνικά, ενώ οι κάτοικοι των κατώτατων τάξεων, κυρίως οι αγρότες, μιλούσαν πιθανόν μια αραμαϊκή διάλεκτο. Συχνά, τα ονόματα στις επιγραφές είναι σημιτικής προέλευσης, ενώ η τεχνοτροπία στις ταφικές στήλες απηχεί συριακές και δυτικές επιρροές.20 Η διαχείριση των δημόσιων πραγμάτων βρισκόταν στα χέρια μιας ρωμαϊκής άρχουσας τάξης, η οποία προερχόταν κυρίως από τα ανώτερα στρατιωτικά κλιμάκια. Οι άνθρωποι αυτοί διήγαν ιδιαίτερα πολυτελή βίο, όπως απηχούν εύγλωττα οι πλούσιες ιδιωτικές οικίες με τα εξαιρετικής ποιότητας μωσαϊκά και τα σπάνια έργα τέχνης που έφεραν στο φως οι πρόσφατες ανασκαφές.21 Στον αντίποδα βρίσκονταν οι κατώτερες τάξεις, οι οποίες είχαν περιοριστεί στις παραποτάμιες συνοικίες κοντά στην πολύβουη γέφυρα του Ευφράτη.22

Η τεράστια ευημερία που γνώρισε στα χρόνια αυτά το Ζεύγμα οφειλόταν εν πολλοίς στους Ρωμαίους στρατιώτες, η παρουσία των οποίων είχε σημαντικότατη οικονομική διάσταση. Ο στρατός αποτελούσε μια δυναμική αγορά με τεράστιες ανάγκες για ποικίλα προϊόντα –οι οποίες φαίνεται ότι καλύπτονταν εντός της πόλης– και με τον τρόπο αυτό αναδείχτηκε σε μείζονα παράγοντα ανάπτυξης της τοπικής οικονομίας.23 Φυσικά, τεράστιο ρόλο στην ανάπτυξη της πόλης έπαιξε ο έλεγχος του εμπορίου, το οποίο γινόταν κυρίως μέσω της γέφυρας.24 Η περιοχή ήταν ιδιαίτερα πολυσύχναστη, καθώς εδώ έφταναν καθημερινά εκατοντάδες άνθρωποι και εμπορεύματα από τις μεγάλες οδικές αρτηρίες και τις τοπικές οδούς.25
Η παρακμή της πόλης συνδέεται άμεσα με τη διείσδυση των Ρωμαίων στη Μεσοποταμία, στο β΄ μισό του 2ου αιώνα. Το ρωμαϊκό σύνορο μετατοπίστηκε ανατολικότερα, με τη δημιουργία της επαρχίας της Οσροηνής, και η ανάγκη περιφρούρησης των νεοαποκτηθέντων εδαφών είχε συνέπεια την αποχώρηση από το Ζεύγμα του μεγαλύτερου μέρους των στρατιωτικών δυνάμεων που στάθμευαν έως τότε εκεί. Οι εναπομείνασες στρατιωτικές δυνάμεις μειώθηκαν δραματικά, περίπου στο ένα δέκατο σε σχέση με τους δύο προηγούμενους αιώνες. Μοιραία, η οικονομία έγινε ξανά αγροτική και η πόλη συρρικνώθηκε γύρω από τα καλλιεργήσιμα εδάφη. Οι δυσμενείς αυτές εξελίξεις οδήγησαν σε οικονομική δυσπραγία και αποδυνάμωσαν την ασφάλεια της πόλης, καθιστώντας την ευάλωτη σε εχθρικές επιβουλές. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος προερχόταν από τους Σασσανίδες στα ανατολικά, καθώς οι πάλαι ποτέ ισχυρές ρωμαϊκές πόλεις δε διέθεταν πια τα μέσα να τους αντιμετωπίσουν. Πράγματι, το έτος 256, ο βασιλιάς Σαπώρ Α΄ (241-272) εξαπέλυσε γενικευμένη επίθεση στην περιοχή.26 Είναι άγνωστο αν το Ζεύγμα διέθετε ισχυρές οχυρώσεις στα χρόνια αυτά, καθώς όλα δείχνουν πως είχε επεκταθεί πέραν του παλιού αμυντικού του περιβόλου. Τα αρχαιολογικά δεδομένα πιστοποιούν τη δραματική κατάληψη της πόλης και την εκδήλωση μιας καταστροφικής πυρκαγιάς που ολοκλήρωσε το έργο των εισβολέων.27 Τα ίχνη της άλωσης είναι έκδηλα στη Σελεύκεια, όπου οι κάτοικοι εγκατέλειψαν τις πλούσιες οικίες τους και τα πολύτιμα προσωπικά τους αντικείμενα αναζητώντας τη σωτηρία, ενώ η Απάμεια φαίνεται να υπέφερε λιγότερο. Ακόμα όμως και μετά την κατάληψή της, η πόλη συνέχισε να αποτελεί σταυροδρόμι και σημείο διέλευσης των στρατιωτικών δυνάμεων που κινούνταν στην περιοχή.

Στους Πρώιμους Βυζαντινούς χρόνους σημειώθηκε εντυπωσιακή μεταστροφή προς το χριστιανισμό. Η πόλη κατέστη πνευματικό κέντρο και έδρα επισκοπών και εκκλησιαστικών συμβουλίων. Ένα εκκλησιαστικό συνέδριο που έλαβε χώρα εδώ το 433 απηχεί τη σημασία της για τα εκκλησιαστικά πράγματα της περιοχής, ενώ τον 6ο αιώνα οικοδομήθηκε σημαντικός ναός αφιερωμένος στη Θεοτόκο.28 Το Ζεύγμα παρέμεινε υπό σασσανιδικό έλεγχο μέχρι το 640, έως ότου πέρασε στα χέρια των Αράβων.29

3. Νομισματοκοπία

Οι κοπές της πόλης είναι περιορισμένες σε αριθμό και καλύπτουν σύντομο σχετικά χρονικό διάστημα, από τα χρόνια του Αντωνίνου Πίου (138-161) μέχρι την εποχή του Φιλίππου Α΄ (244-249). Το τοπικό νομισματοκοπείο είχε απλώς δευτερεύοντα ρόλο, συγκρινόμενο με τις πλούσιες κοπές των άλλων ανατολικών πόλεων της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.30 Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η συχνή απεικόνιση ενός αρχαίου ναού πάνω σε λόφο, που βρισκόταν πιθανώς στο BelkisTepe, το ύψωμα που δεσπόζει στο κέντρο της Σελεύκειας.31 Ο εικονογραφικός αυτός τύπος, αντί της προφανούς επιλογής της γέφυρας στον Ευφράτη, απηχεί το σημαίνοντα ρόλο του εν λόγω ναού στη θρησκευτική ζωή της πόλης.

4. Πολεοδομικός σχεδιασμός και αρχιτεκτονική

Ακόμα και πριν από την κατασκευή του φράγματος ελάχιστα οικοδομικά κατάλοιπα ήταν ορατά στον αρχαιολογικό χώρο, καθώς η περιοχή της Σελεύκειας είχε υποστεί σημαντική διάβρωση, ενώ η Απάμεια ήταν θαμμένη κάτω από επιχώσεις. Επιπλέον, οι σωστικές ανασκαφές που διενεργήθηκαν περιορίστηκαν κυρίως στις οικιστικές ζώνες, αφήνοντας ουσιαστικά ανεξερεύνητο το μεγαλύτερο τμήμα της πόλης. Έτσι, τα όρια του Ζεύγματος μπορούν να καθοριστούν κατά προσέγγιση μόνο, με βάση τη θέση των νεκροταφείων εντός της πόλης.32 Την αποσπασματική αυτή εικόνα συμπληρώνουν εν μέρει και τα τείχη, τα οποία σώζονται πλημμελώς. Το Ζεύγμα των Ελληνιστικών χρόνων κάλυπτε πιθανώς συνολική έκταση 65-80 εκταρίων, ενώ ο πληθυσμός πρέπει να έφτανε τους 25.000 κατοίκους.33 Η πόλη επεκτάθηκε σημαντικά κατά την Αυτοκρατορική περίοδο, καλύπτοντας 190 εκτάρια περίπου και ο πληθυσμός αυξήθηκε σε 50.000-75.000 ανθρώπους.34

Η Απάμεια ήταν χτισμένη σε επίπεδη περιοχή, που επέτρεπε μια σχετικά ομαλή δόμηση. Αντίθετα, το έντονο ανάγλυφο της Σελεύκειας οδήγησε στην εναλλαγή οικιστικών ζωνών με οικοδομικό σχεδιασμό και περιοχών με άναρχη δόμηση. Τα περισσότερα οικοδομήματα ήταν χτισμένα από ασβεστόλιθο, ο οποίος επιχωρίαζε στους λόφους βόρεια της Απάμειας, όπου έχουν εντοπιστεί και κατάλοιπα των αρχαίων λατομείων, καθώς και στο BelkisTepe.35 Εξαιτίας της διάβρωσης, τα οικιστικά κατάλοιπα της Σελεύκειας σώζονται σε τόσο κακή κατάσταση, ώστε συχνά είναι δύσκολη ακόμα και η ταύτισή τους.36 Η ανοιχτή περιοχή στο κέντρο της πόλης έχει ταυτιστεί με την αγορά. Εδώ βρέθηκαν τα κατάλοιπα μιας αψίδας και οικοδομικό υλικό που αποδίδονται σε ένα ρωμαϊκό θέατρο το οποίο βρισκόταν σε προνομιακή θέση, με εξαιρετική θέα προς τον ποταμό.37 Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι οικιστικές ζώνες της Σελεύκειας, με τις περίφημες πολυτελείς ρωμαϊκές οικίες που κοσμούνταν με εξαιρετικής ποιότητας μωσαϊκά δάπεδα.38

Η γέφυρα στον Ευφράτη, το σημείο κατατεθέν της πόλης, δεν έχει αφήσει κανένα ίχνος. Με την πάροδο των χρόνων η γέφυρα επισκευάστηκε, ανοικοδομήθηκε ή και άλλαξε θέση. Η μορφή της δεν είναι γνωστή, αλλά η συχνά μεταβαλλόμενη στάθμη των νερών του ποταμού θα επέβαλλε μια πρόχειρη και ελαφριά κατασκευή. Όποια και αν ήταν η μορφή της, η γέφυρα διέθετε πιθανόν ειδικό μηχανισμό που της επέτρεπε να ανοίγει και να κλείνει για τη διέλευση μεγάλων πλοίων και την προστασία της από τα καιρικά φαινόμενα.




1. Μέχρι τότε πολλοί ταύτιζαν εσφαλμένα το Ζεύγμα με τη θέση Birecik στα νότια, όπου υπήρχαν επίσης αρχαία οικιστικά κατάλοιπα. Πρώτος ο Cumont στις αρχές του 20ού αιώνα συνηγόρησε με πειστικά επιχειρήματα υπέρ της ταύτισης του Ζεύγματος με τη θέση κοντά στο Belkis. Βλ. Cumont, F., Etudes Syriennes (Paris 1917), σελ. 120. Παρ’ όλ’ αυτά, πολλοί ερευνητές συνέχιζαν να τάσσονται υπέρ του Birecik, αποδίδοντας τα ερείπια στο Belkis σε άλλες πόλεις των Ρωμαϊκών χρόνων που παρέμεναν αταύτιστες. Τελικά, μόλις το 1971, ο εντοπισμός από τον Wagner στην περιοχή του Βelkis ενσφράγιστων κεραμιδιών με τα αρχικά «ΙΙΙΙ SCY», που σχετίζονταν με οικοδομικές δραστηριότητες της Σκυθικής Λεγεώνας, επιβεβαίωσε την ορθότητα της άποψης του Cumont. Βλ. σχετικά Κennedy, D., “Zeugma, the South-East Anatolia Development Project and fieldwork on the Turkish Lower Euphrates”, στο Kennedy, D. (επιμ.), The Twin Towns of Zeugma on the Euphrates. Rescue Work and Historical Studies (JRA Supplementary Series 27, Portsmouth 1998), σελ. 13.

2. Το φράγμα κατασκευάστηκε σε πολύ κοντινή απόσταση, μόλις 500 μ. νότια του αρχαιολογικού χώρου. Καθώς η ημερομηνία έναρξης της κατασκευής του έργου ήταν δεδομένη, οι εργασίες των ανασκαφών επιταχύνθηκαν. Οι ιδιάζουσες αυτές συνθήκες, σε συνδυασμό με τα μοναδικά ευρήματα –κυρίως τις πλούσιες ρωμαϊκές οικίες με τα εξαιρετικής ποιότητας μωσαϊκά δάπεδα–, οδήγησαν σε έντονες συζητήσεις ακόμα και σε ανοιχτές αντιπαραθέσεις σχετικά με την αναγκαιότητα της κατασκευής του τεράστιου τεχνικού έργου. Τελικά, το φράγμα τέθηκε σε λειτουργία το έτος 2000 και τα νερά του κατέκλυσαν το μεγαλύτερο τμήμα του αρχαιολογικού χώρου.

3. Mία πλωτή γέφυρα που είχε κατασκευάσει στο σημείο αυτό ο Αλέξανδρος θα είχε πλέον καταστραφεί εντελώς, ενώ ένα δεύτερο ασφαλές πέρασμα υπήρχε στα βόρεια, στα Σαμόσατα, τη μελλοντική πρωτεύουσα του βασιλείου της Κομμαγηνής.

4. Τα πρώτα ίχνη κατοίκησης στη γύρω περιοχή ανάγονται στην εποχή του Χαλκού. Η κατάρρευση του κράτους των Χετταίων, καθώς και οι πόλεμοι με τους Ασσυρίους που ακολούθησαν, προκάλεσαν τη συρρίκνωση των οικισμών που είχαν δημιουργηθεί γύρω από τον Ευφράτη. Έτσι, την εποχή της ίδρυσης του Ζεύγματος, στην περιοχή υπήρχαν μόνο μικρά και ασήμαντα χωριά. Η επιβίωση της ελληνικής ονομασίας «Ζεύγμα» σε μεταγενέστερες βυζαντινές, συριακές και αρμενικές πηγές ενισχύει την άποψη περί απουσίας κάποιου μεγάλου οικισμού πριν από την ίδρυση της πόλης από το Σέλευκο, καθώς άλλες ελληνορωμαϊκές πόλεις με προγενέστερες φάσεις, αναφέρονται αργότερα με τις προελληνικές ανατολικές ονομασίες τους. Βλ. σχετικά Kennedy, D., “Conclusions: Roman Zeugma”, στο Kennedy, D. (επιμ.), The Twin Towns of Zeugma on the Euphrates. Rescue Work and Historical Studies (JRA Supplementary Series 27, Portsmouth 1998), σελ. 237.

5. Σχετικά με το ρόλο των δύο πόλεων, καθώς και το βαθμό εξάρτησης της μίας από την άλλη βλ. Grainger, J.D., The Cities of Seleucid Syria (Oxford 1990), σελ. 75-76.

6. Επιπλέον, ήταν συχνή και η μεταφορά ανθρώπων και προϊόντων μέσω του πλωτού ρου του Ευφράτη.

7. Η παρουσία της φρουράς δεν αναφέρεται στις πηγές, αλλά εικάζεται σε συνάρτηση με τη σπουδαιότητα της πόλης. Ήδη πάντως από την Ελληνιστική εποχή, η γέφυρα χρησιμοποιήθηκε πολλές φορές για την ασφαλή διέλευση στρατευμάτων. Βλ. σχετικά Grainger, J.D., The Cities of Seleucid Syria (Oxford 1990), σελ. 133.

8. Τα κύρια αγροτικά προϊόντα της πόλης ήταν σιτηρά, καρύδια και φρούτα. Τα αρχαιολογικά ευρήματα πιστοποιούν παραγωγή και εμπόριο ειδών μεταλλοτεχνίας, υφασμάτων και κεραμεικής.

9. Πολύβ. 5.43.1, 3-4.

10. Η επικράτεια του βασιλείου οριοθετούνταν από τον Ευφράτη, που αποτελούσε σύνορο μεταξύ των εδαφών επιρροής Ρωμαίων και Πάρθων. Στο Ζεύγμα έχουν βρεθεί θραύσματα από δύο ανάγλυφα δεξιώσεως που αναπαριστούσαν τον Αντίοχο με τον Ηρακλή. Βλ. σχετικά Wagner, J., Seleukeia am EuphratZeugma, Studien zur historischen Topographie und Geschichte (Beihefte zum Tübingen Atlas des Vorderen Orients series B, Geisteswissenschaften 10, Wiesbaden 1976), σελ. 117-123, όπου και η υπόθεση περί του ελέγχου της θρησκευτικής ζωής στην πόλη εκ μέρους της Κομμαγηνής. Πρόσφατα, εντοπίστηκαν και δύο επιγραφές του Αντιόχου, οι οποίες πιστοποιούν την ύπαρξη τεμένους του βασιλιά της Κομμαγηνής εντός των ορίων της πόλης. Βλ. Crowther, A., “Inscriptions of Antiochus I of Commagene and other epigraphical finds”, στο Early, D. κ.ά. (επιμ.), Zeugma. Interim Reports (JRA Supplementary Series 51, Portsmouth 2003), σελ. 57-67.

11. Στράβ. 16.2.3.

12. Ο Αντίοχος επέδειξε φιλοπαρθική στάση και εκθρονίστηκε από τον Αντώνιο το 36 π.Χ.

13. Ακόμα και στα χρόνια αυτά, και παρά τον παρθικό κίνδυνο, δε φαίνεται να υπήρχε μόνιμη στρατιωτική δύναμη στην πόλη. Κάθε φορά που παρίστατο ανάγκη κατέφταναν διαφορετικά στρατιωτικά σώματα, τα οποία πιθανότατα αποχωρούσαν μετά το πέρας της αποστολής τους.

14. Πλούτ. Κράσσ. 19.4-20.2.

15. Πριν από την άφιξη της εν λόγω στρατιωτικής δύναμης πιθανολογείται η παρουσία στην πόλη και της Legio X Fretensis. Η Σκυθική λεγεώνα ανήκε στις δυνάμεις που προστάτευαν τη Συρία και είναι πιθανό ότι στάθμευε αρχικά κοντά στην πρωτεύουσα Αντιόχεια. Πρόσφατες έρευνες πιστοποιούν προσωρινή παρουσία και άλλων στρατιωτικών σωμάτων στο Ζεύγμα κατά το 2ο και 3ο αιώνα, τα οποία εναλλάσσονταν περιοδικά. Οι στρατιωτικές αυτές δυνάμεις προέρχονταν κυρίως από το σύνορο του Δούναβη, με εξαίρεση τη LegioIIIAugusta, η οποία στάθμευε στη βόρεια Αφρική. Οι λεγεώνες έφταναν στην πόλη, όταν ξεσπούσε κάποια πολεμική σύγκρουση και παρέμεναν για κάποιο διάστημα στο Ζεύγμα, αναμένοντας αυτοκρατορικές διαταγές πριν προωθηθούν ανατολικά. Βλ. σχετικά Hartmann, M. – Speidel, M.A., “The Roman army at Zeugma: results of new research”, στο Early, D. κ.ά. (επιμ.), Zeugma. Interim Reports (JRA Supplementary Series 51, Portsmouth 2003), σελ. 123 και French, D.H., “Recruitment in Asia Minor for Legio IIII Scythica”, στο Mitchell, S. (επιμ.), Armies and Frontiers in Roman and Byzantine Anatolia (Bar 156, 1983), σελ. 47-59.

16. Ο εντοπισμός των καταλοίπων των στρατοπέδων έγινε με βάση δορυφορικές φωτογραφίες της ευρύτερης περιοχής. Οι εγκαταστάσεις κοντά στο Ζεύγμα είχαν προσωρινό χαρακτήρα, ενώ το μόνιμο στρατόπεδο βρισκόταν εκτός πόλης, πιθανόν στην περιοχή που εκτείνεται ανάμεσα στο λόφο BelkisTepe και στο χωριό Dutlu, στα ανατολικά του νέου δρόμου προς το φράγμα του Birecik. Βλ. σχετικά Hartmann, M. – Speidel, M.A., “The Roman army at Zeugma: results of new research”, στο Early, D. κ.ά. (επιμ.), Zeugma. Interim Reports (JRA Supplementary Series 51, Portsmouth 2003), σελ. 103 κ.ε., εικ. 4.

17. Ανάλογες ανακατατάξεις επέφερε και η εγκατάσταση άλλων στρατιωτικών δυνάμεων στα γειτονικά Σαμόσατα. Δεδομένου του μικρού αριθμού μόνιμων λεγεώνων στις ασιατικές επαρχίες της Ρώμης –αναφέρονται μόλις 8 σε μια τεράστια περιοχή μεταξύ της Μαύρης και της Ερυθράς θάλασσας–, η στάθμευση 2 από αυτές σε δύο πόλεις που απείχαν μεταξύ τους μόλις 70 χλμ. είναι ενδεικτική για τη στρατηγική σημασία της περιοχής.

18. Υπολογίζεται ότι την εποχή της άφιξης του ρωμαϊκού στρατού στην πόλη κατοικούσαν 25.000 άνθρωποι, ενώ υπήρχε ήδη εκεί και μια μικρή φρουρά.

19. Κατ’ αναλογία με τη γειτονική Δούρα-Ευρωπό, θεωρείται ότι οι στρατιώτες εισήγαγαν στο Ζεύγμα τη λατρεία του ρωμαϊκού πανθέου και της αυτοκρατορικής οικογένειας.

20. Χαρακτηριστικό παράδειγμα επιρροών από τη Δύση αποτελούν τα ταφικά πορτρέτα, με εμφανείς ιταλικές επιδράσεις όσον αφορά την κόμμωση, την έκφραση του προσώπου και τη στάση. Βλ. σχετικά Skupinska-Løvset, I., “Funerary portraiture of Seleukeia-on-the-Euphrates”, Acta Archaeologica 56 (1985), σελ. 101-129.

21. Τα άριστης ποιότητας μωσαϊκά που κοσμούσαν τις πλούσιες ιδιωτικές οικίες μπορούν να συγκριθούν με τα καλύτερα δείγματα της Συριακής Τετράπολης, γεγονός που πιστοποιεί τον κοσμοπολίτικο τρόπο ζωής των επιφανέστερων κατοίκων της πόλης. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν την οικονομική δυνατότητα να φέρνουν στο Ζεύγμα τους καλύτερους καλλιτέχνες και τεχνίτες της εποχής για την κατασκευή των σπιτιών τους, τα οποία ήταν εφάμιλλα με αυτά της πρωτεύουσας Αντιόχειας.

22. Είναι ενδεικτικό ότι οι ταπεινές κατοικίες τους δεν έχουν αφήσει οικιστικά κατάλοιπα, ενώ οι πλημμύρες του ποταμού θα αποτελούσαν γι’ αυτούς συχνή απειλή.

23. Σύμφωνα με υπολογισμούς, οι ετήσιοι μισθοί των στρατιωτών που διέμεναν στην περιοχή ανέρχονταν σε 1.500.000 αργυρά δηνάρια, ποσό εξαιρετικά υψηλό για την εποχή, το οποίο διοχετευόταν σε μεγάλο βαθμό στην τοπική αγορά.

24. Καθώς ο ποταμός αποτελούσε ένα συμβολικό όριο στη γεωγραφία του αρχαίου κόσμου, η διέλευσή του είχε συχνά τελετουργικό χαρακτήρα, τόσο για τα εξέχοντα πρόσωπα όσο και για τους κοινούς θνητούς. Βλ. Tac., Ann. 6.37.

25. Τη γέφυρα περνούσαν κυρίως ταξιδιώτες, έμποροι, αγρότες, στρατιώτες, ενώ ιδιαίτερο χαρακτήρα θα είχε η διέλευση διοικητών και απεσταλμένων. Όσοι διάβαιναν τον Ευφράτη υπόκειντο σε αυστηρό έλεγχο από τελώνες, όπως επιβεβαιώνει ο Φιλόστρατος, o oποίος περιγράφει τη διάβαση του Απολλωνίου από τα Τύανα στα μέσα του 1ου αιώνα, βλ. Φιλόστρ. 1.20. Η καθημερινή πάντως παρουσία μεγάλου πλήθους ταξιδιωτών και στρατιωτών καθιστούσε την πόλη επιρρεπή σε επιδημίες. Έτσι, το 2ο αιώνα εκδηλώθηκε σοβαρή επιδημία πανώλης, την οποία μετέφεραν οι Ρωμαίοι στρατιώτες που επέστρεφαν από τη Βαβυλωνία. Ιδιαίτερα σοβαρά προβλήματα θα προκαλούσε και η ελονοσία, όπως και στο σύνολο άλλωστε του αρχαίου κόσμου, καθώς και διάφορες ασθένειες που οφείλονταν στο ακάθαρτο νερό.

26. Τα γεγονότα αυτά διασώζει μια τρίγλωσση επιγραφή στα παρθικά, τα περσικά και τα ελληνικά, που βρέθηκε στο Naqsh-E-Rustam στο Ιράν. Στο κείμενο ο Σασσανίδης βασιλιάς καταγράφει λεπτομερώς και με τρόπο επιδεικτικό τις στρατιωτικές του επιτυχίες εναντίον 37 ρωμαϊκών πόλεων και φρουρίων. Βλ. Kennedy, D., “Ancient sources for Zeugma (Seleucia-Apamea)”, στο Kennedy, D. (επιμ.), The Twin Towns of Zeugma on the Euphrates. Rescue Work and Historical Studies (JRA Supplementary Series 27, Portsmouth 1998), σελ. 155, αρ. 69.


27. Είναι ενδεικτικό ότι στα χρόνια αυτά σημειώνεται απότομη διακοπή της λειτουργίας των εργαστηρίων, όπου κατασκευάζονταν τα περίφημα μωσαϊκά.

28. Η θέση του ναού αυτού δεν είναι γνωστή, καθώς απουσιάζουν σχεδόν παντελώς τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα των Βυζαντινών χρόνων.

29. Η πόλη αναφέρεται για τελευταία φορά στις πηγές το 1048 μ.Χ., την εποχή της άφιξης των Σταυροφόρων. Στη συνέχεια, το Ζεύγμα πέρασε στη λήθη. Στους Μεσαιωνικούς χρόνους, η διέλευση του Ευφράτη γινόταν στο Birecik, όπως και σήμερα, καθώς και στο RumKale και τα Σαμόσατα.

30. Για σύντομη παρουσίαση της νομισματοκοπίας της πόλης βλ. Butcher, K., “The mint at Zeugma”, στο Kennedy, D. (επιμ.), The Twin Towns of Zeugma on the Euphrates. Rescue Work and Historical Studies (JRA Supplementary Series 27, Portsmouth 1998), σελ. 233-236.

31. Butcher, K., “The mint at Zeugma”, στο Kennedy, D. (επιμ.), The Twin Towns of Zeugma on the Euphrates. Rescue Work and Historical Studies (JRA Supplementary Series 27, Portsmouth 1998), σελ. 235, εικ. 12.1.

32. Η πόλη δεν καταλάμβανε την τεράστια αυτή έκταση στο σύνολό της, αφού στα εδάφη αυτά υπήρχαν και απότομοι λόφοι, ακατάλληλοι για δόμηση, καθώς και καλλιεργήσιμα χωράφια. Για ένα τοπογραφικό σχέδιο της περιοχής με βάση τις πρόσφατες αρχαιολογικές έρευνες βλ. Early, R., “Rescue work by the Packard Humanities Institute: interim report 2000”, στο Early, D. κ.ά. (επιμ.), Zeugma. Interim Reports(JRA Supplementary Series 51, Portsmouth 2003), σελ. 8, εικ. 1. Για τις νεκροπόλεις όπου εντοπίστηκαν δείγματα ταφικής αρχιτεκτονικής με τύμβους και υπόγειους λαξευτούς τάφους βλ. Kennedy, D. (επιμ.), The Twin Towns of Zeugma on the Euphrates. Rescue Work and Historical Studies (JRA Supplementary Series 27, Portsmouth 1998), σελ. 46-53.

33. Βλ. σχετικά Grainger, J.D., The Cities of Seleucid Syria (Oxford 1990), σελ. 90-92.

34. Την ίδια εποχή το Λονδίνο καταλάμβανε τη μισή σχεδόν έκταση από το Ζεύγμα, ενώ η Πομπηία ήταν κατά 3 και πλέον φορές μικρότερη.

35. Οι αρχαιολογικές έρευνες δεν κατάφεραν μέχρι σήμερα να εντοπίσουν την ακριβή πορεία των τειχών, καθώς και τη συνολική τους έκταση. Ο αμυντικός περίβολος της Σελεύκειας σώζεται πολύ αποσπασματικά, ενώ ίχνη οχυρώσεων υπάρχουν και στο ύψωμα του BelkisTepe. H ίδια αποσπασματική εικόνα ισχύει και για την Απάμεια. Σχετικά με τα τείχη της αρχαίας πόλης βλ. Kennedy, D.L., “The twin towns and the region”, στο Kennedy, D. (επιμ.), The Twin Towns of Zeugma on the Euphrates. Rescue Work and Historical Studies (JRA Supplementary Series 27, Portsmouth 1998), σελ. 33-35.

36. Έτσι θεωρείται βέβαιο ότι υπήρχαν πολλά δημόσια οικοδομήματα, τα οποία δεν άφησαν ίχνη. Βλ. σχετικά Kennedy, D.L., “The twin towns and the region”, στο Kennedy, D. (επιμ.), The Twin Towns of Zeugma on the Euphrates. Rescue Work and Historical Studies (JRA Supplementary Series 27, Portsmouth 1998), σελ. 53-54.

37. Σχετικά με την υποτιθέμενη θέση του θεάτρου και της αψίδας βλ. Kennedy, D.L., “The twin towns and the region”, στο Kennedy, D. (επιμ.), The Twin Towns of Zeugma on the Euphrates. Rescue Work and Historical Studies (JRA Supplementary Series 27, Portsmouth 1998), σελ. 36, εικ. 3.8.

38. Μικρό μόνο μέρος της περιοχής διερευνήθηκε ανασκαφικά, προτού την κατακλύσουν τα νερά του ποταμού. Σχετικά με τα πλέον πρόσφατα μωσαϊκά που ήρθαν στο φως κατά τις ανασκαφές βλ. Abadie-Reynal, C. – Darmon, J.P., “La maison et la mosaïque des Synaristôsai (Les Femmes au déjeuner de Ménandre), στο Early, D. κ.ά. (επιμ.), Zeugma. Interim Reports (JRA Supplementary Series 51, Portsmouth 2003), σελ. 79-99 και Campbell, S. – Ergeç, R., “New mosaics”, στο Kennedy, D. (επιμ.), The Twin Towns of Zeugma on the Euphrates. Rescue Work and Historical Studies (JRA Supplementary Series 27, Portsmouth 1998), σελ. 109-128.