εγκύκλιος παιδεία, η
Το δεύτερο στάδιο της βυζαντινής εκπαίδευσης. Ο μαθητής εισερχόταν σε αυτό σε ηλικία περίπου δώδεκα ετών. Αντικείμενο διδασκαλίας ήταν η γραμματική, η ρητορική και η διαλεκτική.
|
Νεαρά, η (novella, θηλ.)
Όρος που σημαίνει κατά λέξη νέο διάταγμα και χρησιμοποιείται από τον 4ο αιώνα και εξής για να δηλώσει τις διατάξεις των αυτοκρατόρων εκτός των οργανωμένων κωδίκων. Ήταν γραμμένες κυρίως στα ελληνικά και χρησιμοποιήθηκαν εκτενώς στη Μέση Βυζαντινή περίοδο. Από τα χρόνια των Κομνηνών όμως και μετά, αντικαταστάθηκαν από άλλους, ειδικότερους όρους και σπάνια συναντώνται στην Ύστερη Βυζαντινή περίοδο.
|
νομοφύλαξ, ο
Υπάλληλος εντεταλμένος να επιβλέπει την τήρηση των νόμων και τη δημοσίευση των ψηφισμάτων μιας πόλης. Πολλές φορές το κόστος το αναλάμβανε ο ίδιος ο κάτοχος του αξιώματος. Στο Βυζάντιο δήλωνε το νομοδιδάσκαλο και μάλιστα το διορισμένο αξιωματούχο που επέβλεπε τη λειτουργία μιας νομικής σχολής ως επικεφαλής της.
|
ύπατος των φιλοσόφων, ο
Ο διορισμένος από το κράτος λόγιος αξιωματούχος που επέβλεπε τη λειτουργία των σχολών φιλοσοφίας. Ο πρώτος που έφερε τον τίτλο ήταν ο Μιχαήλ Ψελλός, τον 11ο αιώνα, ως επικεφαλής της Σχολής της Φιλοσοφίας στην Κωνσταντινούπολη, την οποία ίδρυσε ο Κωνσταντίνος Θ΄ Μονομάχος. Ύπατοι των φιλοσόφων υπήρξαν επίσης ο Ιωάννης Ιταλός, ο Θεόδωρος Σμύρνης κ.ά.
|