1. Οι απαρχές της ρητορικής τέχνης Η δημόσια ζωή στην αρχαία Ελλάδα σχετιζόταν άμεσα με τον προφορικό λόγο.1 Η ρητορική, δηλαδή η τέχνη του έντεχνου δημόσιου λόγου, αποτελούσε αναπόσπαστη προϋπόθεση πολιτικής δράσης αλλά και κοινωνικής ένταξης, ιδιαίτερα κατά την Κλασική περίοδο.2 Ήδη κατά την εποχή της σύνθεσης των ομηρικών επών (8ος αι. π.Χ.), ο έντεχνος λόγος είχε καταστεί σημαντικός παράγοντας στη ζωή των οργανωμένων πολιτειακά κοινοτήτων. Ιδανικός ηγέτης θεωρούνταν αυτός που είχε την ικανότητα όχι μόνο να πράττει αλλά και να μιλάει με τέχνη.3 Σε καιρό ειρήνης άλλωστε, ο λόγος ήταν το κύριο όργανο για την άσκηση της εξουσίας.4Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί ομηρικοί ήρωες όπως ο Αχιλλέας, ο Μενέλαος και ο Νέστορας, διαθέτουν ιδιαίτερες ρητορικές ικανότητες. Πολλοί ερευνητές μάλιστα υποστηρίζουν ότι στα ομηρικά έπη η ρητορική παρουσιάζεται ως πλήρως αποκρυσταλλωμένη τέχνη.5
2. Η γέννηση της ρητορικής κατά την Κλασική περίοδο
Χωρίς αμφιβολία, η ρητορική ως οργανωμένη τέχνη αποτελεί δημιούργημα του 5ου αι. π.Χ.6 Η τέχνη του έντεχνου δημόσιου λόγου σχετίζεται άμεσα με τη δημοκρατία όπως αυτή διαμορφώθηκε κυρίως στην Αθήνα και τις πόλεις της Σικελίας. Kάθε συμμετοχή στα κοινά, δηλαδή στην εκκλησία του δήμου και τα δικαστήρια, προϋπόθετε ρητορική δεινότητα εκ μέρους των πολιτών. Όπως ήταν φυσικό, η ρητορική έγινε σταδιακά αντικείμενο διδασκαλίας, κυρίως για όσους επεδίωκαν να αναδειχτούν στον πολιτικό στίβο, και γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη στους κύκλους των σοφιστών, οι οποίοι δίδασκαν τους μαθητές τους εκφωνώντας έντεχνους λόγους. Στην πλήρη της ανάπτυξη η διδασκαλία της κλασικής ρητορικής στηριζόταν σε τρία μέρη.7 Πρωτεύουσα σημασία είχε η εκφώνηση του λόγου και η ηθοποιία: μέταλλο φωνής, άρθρωση, στάση και χειρονομίες του ρήτορα.8 Μεγάλη ώθηση στην ανάπτυξη της ρητορικής τέχνης στους Κλασικούς χρόνους έδωσε η διάδοση της χρήσης της γραφής. Κυκλοφόρησαν τα πρώτα πρακτικά εγχειρίδια («τέχναι»),9 ενώ η η αττική διάλεκτος εξελίχθηκε παράλληλα με το είδος, σε γλώσσα της ρητορικής. Στα χρόνια αυτά το δικαίωμα άσκησης της ρητορικής τέχνης ανήκε αποκλειστικά στους άνδρες.10 Οι γυναίκες δεν μπορούσαν να εγγραφούν στις φιλοσοφικές σχολές ούτε να συμμετέχουν στις δημόσιες συνελεύσεις ή να εκπροσωπήσουν τον εαυτό τους στο δικαστήριο.11 Στα πλαίσια αυτά, παρατηρείται μία αξιοσημείωτη διαφοροποίηση στη Μικρά Ασία. Οι πηγές κάνουν λόγο για δύο εξέχουσες γυναίκες με πολιτική εξουσία, οι οποίες άσκησαν το δικαίωμα του δημόσιου λόγου τουλάχιστον σε δύο περιστάσεις. Η πρώτη ήταν η Αρτεμισία Α΄, της Αλικαρνασσού και σύμμαχος του Ξέρξη Α΄ στην εκστρατεία του εναντίον της Ελλάδας το 480 π.Χ. Η βασίλισσα εκφώνησε δύο λόγους προς το Μαρδόνιο σε δύο κρίσιμες για την έκβαση των πολεμικών επιχειρήσεων περιστάσεις.12 Έναν αιώνα αργότερα, η Αρτεμισία Β΄, βασίλισσα της Καρίας (353-352 π.Χ.), έκτισε προς τιμήν του συζύγου της Μαυσώλου το περίφημο Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού, ένα από τα Επτά Θαύματα του αρχαίου κόσμου. Με την ευκαιρία αυτή, χρηματοδότησε ένα διαγωνισμό ρητορικής, όπου συμμετείχαν οι διασημότεροι σοφιστές της εποχής.
3. Η ακμή της ρητορικής στην Ελληνιστική περίοδο
Η ρητορική έφτασε στη μέγιστη ακμή της τον 4ο αι. π.Χ.13 Oι κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου και η συνακόλουθη ίδρυση των ελληνιστικών βασιλείων στην Ελλάδα, τη Συρία, την Μικρά Ασία και την Αίγυπτο, είχαν ως αποτέλεσμα τη διάδοση του ελληνικού πολιτισμού σε ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο. Η ελληνική έγινε η κοινή γλώσσα της διοίκησης, του εμπορίου και της εκπαίδευσης. Στις νέες συνθήκες που διαμορφώθηκαν, η μελέτη της ελληνικής γραμματείας και ρητορικής, η ρητορική δεινότητα στα δικαστήρια και γενικά η γνώση της ελληνικής αποτέλεσαν απαραίτητες προϋποθέσεις κοινωνικής ένταξης.14 Υπό την προστασία των ισχυρών ελληνιστικών ηγεμόνων, οι τέχνες, η λογοτεχνία, η φιλοσοφία και οι επιστήμες γνώρισαν τεράστια άνθηση.15 Ιδρύθηκαν σχολές ρητορικής και ελληνικής γραμματείας σε όλες τις σημαντικές ελληνικές πόλεις της Ανατολής. Αυτές εξασφάλιζαν στους μη Έλληνες την ένταξη –μέσω της ελληνικής παιδείας– στις νέες πολυεθνικές κοινωνίες, ενώ παράλληλα παρείχαν μια παραδοσιακού τύπου εκπαίδευση στα τέκνα των Ελλήνων που αναζητούσαν εκεί νέους τόπους διαμονής. Η φοίτηση πολλών Ρωμαίων στις σχολές αυτές είχε ως επακόλουθο την καταλυτική επιρροή της ελληνιστικής ρητορικής στις κατευθύνσεις που ακολούθησαν οι Λατίνοι ρήτορες τον 1ο αι. π.Χ. Η ελληνιστική ρητορική αναπτύχθηκε και σε θεωρητικό επίπεδο. Η διδασκαλία της έγινε περισσότερο συστηματική και αποτέλεσε έναν από τους ακρογωνιαίους λίθους της ανώτατης εκπαίδευσης. Το πρόγραμμα σπουδών όπως διαμορφώθηκε την περίοδο αυτή, διατηρήθηκε σχεδόν αναλλοίωτο μέχρι την Ύστερη Αρχαιότητα.16 Τα σχολεία ήταν ως επί το πλείστον ιδιωτικά. Σε μερικές ελληνιστικές πόλεις υπήρχαν και δημόσια σχολεία, ενώ μόλις από το 2ο αι. μ.Χ. και εξής οι αυτοκράτορες ενθάρρυναν τις πόλεις να επιχορηγούν τους δασκάλους. Η διδασκαλία της ρητορικής ξεκινούσε από την ηλικία των δώδεκα ως δεκατεσσάρων ετών περίπου και εξακολουθούσε να είναι ανδρικό προνόμιο.17 Οι μαθητές εξασκούνταν στη μελέτη κλασικών κειμένων και στις ρητορικές τεχνικές που σχετίζονταν με την ανάπτυξη επιχειρημάτων και τη συγγραφή λόγων.18 Οι δάσκαλοι δίδασκαν επίσης θεωρία της ρητορικής και τις τεχνικές της χρησιμοποιώντας εγχειρίδια ή βασιζόμενοι σε δικές τους σημειώσεις. Οι εξετάσεις ήταν προφορικές, ενώ οι μαθητές κρίνονταν μέσα στις σχολικές τάξεις («μελέτη» στα ελληνικά, «declamatio» στα λατινικά) μέσω της σύνθεσης και εκφώνησης ρητορικών λόγων με συγκεκριμένα θέματα.19
Παρά το γεγονός ότι οι πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες που ευνόησαν την ανάπτυξη της ρητορικής στους Κλασικούς χρόνους εξέλιπαν, η εκφώνηση δημόσιων λόγων συνέχισε να αποτελεί απαραίτητο στοιχείο της δημόσιας ζωής στις πόλεις. Οι ελληνιστικοί ηγέτες χρησιμοποιούσαν ρήτορες για να ανακοινώνουν τις αποφάσεις τους.20 Με τον τρόπο αυτό αναπτύχθηκε η λεγόμενη «επιδεικτική» ρητορική. Δημόσιοι λόγοι εκφωνούνταν κατά τις αποστολές πρεσβειών μεταξύ των ελληνιστικών κρατών, μεταξύ των ελληνικών πόλεων και της Ρώμης.21 Τα νέα αυτά δεδομένα ευνόησαν ιδιαίτερα την ανάπτυξη της ρητορικής στη Μικρά Ασία, αφού εκεί πολλές ελληνικές πόλεις διατήρησαν –άλλες σε μεγαλύτερο και άλλες σε μικρότερο βαθμό– τον έλεγχο των υποθέσεών τους, που συζητούνταν σε τοπικά συμβούλια ή τοπικές συνελεύσεις. Επιπλέον, παρά το ότι ο τρόπος λειτουργίας των δικαστηρίων διαφοροποιήθηκε, οι λόγοι εξακολούθησαν να είναι απαραίτητοι για κάθε δικανική πράξη.
Πολλές φιλοσοφικές σχολές επέδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον για τη ρητορική τέχνη. Οι Στωικοί ενδιαφέρονταν κυρίως για την ορθότητα της γραμματικής και δημιούργησαν μία θεωρία τρόπων, δηλαδή λέξεων σε νέες χρήσεις.22 Στα τέλη του 2ου αι. π.Χ. πολλοί εκπρόσωποι της Στοάς, της Ακαδημίας και του Περιπάτου επέδειξαν εχθρική στάση προς τη μελέτη της ρητορικής. Απέρριπταν τις υπερβολικές τάσεις ανάδειξης εκ μέρους των ρητόρων, θεωρώντας ότι η φυσική τους θέση ήταν μόνο τα δικαστήρια και οι συνελεύσεις και όχι κάθε έκφανση του δημόσιου βίου.23 Την ίδια περίοδο εμφανίστηκε μία ιδιαίτερη τάση στη ρητορική τέχνη, ο λεγόμενος «ασιανισμός». Ο ρήτορας και φιλόσοφος Κικέρωνας περιγράφοντας το φαινόμενο αυτό,24 κάνει λόγο για μικρασιάτες ρήτορες οι οποίοι ήταν υπερβολικοί στις εκφράσεις τους και έμοιαζαν με φιλοσόφους που αγόρευαν.25 Δημιουργήθηκαν μάλιστα δύο διαφορετικές τάσεις, η μία καυστική και επιγραμματική, η άλλη άμεση και ορμητική με περίτεχνο λεξιλόγιο.26
Στα πλαίσια της Δεύτερης Σοφιστικής σημειώθηκε μία επιστροφή στην παράδοση, όσον αφορά κυρίως στη λογοτεχνία και τη ρητορική. Λίκνο του κινήματος αυτού ήταν οι πόλεις της Μικράς Ασίας, όπου γεννήθηκαν, έδρασαν και ίδρυσαν σχολές οι περισσότεροι εκπρόσωποί του.
Το έργο των ρητόρων που έδρασαν στη Μικρά Ασία την Ελληνιστική περίοδο έχει ως επί το πλείστον χαθεί. Οι ρήτορες αυτοί μνημονεύονται σε μεταγενέστερες –κυρίως λατινικές– πηγές. Ο Αλκιδάμας, από την Ελαία της Αιολίδας, μαθήτευσε κοντά στο σοφιστή Γοργία. Συνέγραψε μία πραγματεία περί σοφιστικής με τίτλο «Περί των τους γραπτούς λόγους γραφόντων ή περί σοφιστών». Σε αυτήν εξήρε τη σημασία του αυτοσχεδιασμού στη ρητορική τέχνη έναντι του επιτηδευμένου και επιδεικτικού λόγου.27
Ο Αναξιμένης από τη Λάμψακο της Μυσίας, δάσκαλος του Μεγάλου Αλέξανδρου, ήταν μία εξέχουσα μορφή της εποχής του. Το έργο του Ρητορική προς Αλέξανδρον (περ. 341 π.Χ.), η πατρότητα του οποίου έχει αμφισβητηθεί, είναι ενδεικτικό για τις κατευθύνσεις της ρητορικής στα χρόνια αυτά.28 Μαζί με τη Ρητορική του Αριστοτέλη, αποτελεί το μοναδικό εγχειρίδιο για τη ρητορική τέχνη που σώζεται από τον 4ο αι. π.Χ.29 Η Ρητορική του Αναξιμένη δεν εισάγει κάποια καινούργια θεωρία σχετικά με τη ρητορική τέχνη, αλλά εμμένει σε παραινέσεις γενικού χαρακτήρα, καθώς και στο παιχνίδι μεταξύ συσχετισμών και αντιθέσεων. Στην εποχή του η ρητορική τέχνη είχε συστηματοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό, ήταν περισσότερο ακαδημαϊκή σε σχέση με την Κλασική περίοδο, αλλά ταυτόχρονα είχε χάσει τη φρεσκάδα της.30
Ο Ερμαγόρας από την Τήμνο της Αιολίδας έδρασε στα μέσα του 2ου αι. π.Χ. και άσκησε τεράστια επίδραση στη ρητορική τέχνη κατά την Ύστερη Ελληνιστική περίοδο. Το έργο του έχει χαθεί στο σύνολό του, αλλά είναι δυνατό να αποκατασταθεί εν μέρει μέσω των πληροφοριών του Κικέρωνα και άλλων ρητορικών κειμένων.31 Όντας συγγραφέας και ο διασημότερος επαγγελματίας ρητοροδιδάσκαλος της εποχής του, εμπνεύστηκε ένα περίτεχνο θεωρητικό σύστημα και επικεντρώθηκε στη θεωρία της «στάσεως». Με άλλα λόγια, ασχολήθηκε με τη δυνατότητα του εκάστοτε ρήτορα να διατυπώνει το βασικό υπό εξέταση ζήτημα σε κάθε ρητορικό λόγο. Διέκρινε τέσσερα είδη στάσεων σε διάφορα ζητήματα λογικής: στοχασμός, όρος, κατά συμβεβηκός και μετάληψη.32 Παράλληλα ασχολήθηκε και με τα λεγόμενα «νομικά ζητήματα». Εξετάζοντας όχι μόνο τις «υποθέσεις», που αφορούσαν συγκεκριμένες δικαστικές πράξεις, αλλά ασχολούμενος κυρίως με τις «θέσεις», θέματα ευρύτερου ενδιαφέροντος, έδωσε τεράστια ώθηση στη ρητορική τέχνη. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη διεύρυνσή της, αφού συμπεριέλαβε ζητήματα που ως τότε ήταν εκτός των ορίων της και αφορούσαν κυρίως την ηθική και τη φιλοσοφία. Η κατάταξη των «στάσεων» από τον Ερμαγόρα, ήταν ιδιαίτερα σημαντική για τη θεωρία της ρητορικής στους μεταγενέστερους χρόνους. Το θέμα απασχόλησε ιδιαίτερα τους Στωικούς φιλοσόφους. Ο ίδιος ο Ερμαγόρας συνέγραψε ένα εγχειρίδιο ρητορικής, που απευθυνόταν στους μαθητές που φοιτούσαν στις ρητορικές σχολές. Στόχος ήταν η προετοιμασία των σπουδαστών για την εκφώνηση δικανικών λόγων, όμως το κύριο μέλημα του συγγραφέα ήταν να εξασκήσει τους μαθητές στην τέχνη του δημόσιου λόγου γενικά.33
4. Οι νέες κατευθύνσεις κατά την Αυτοκρατορική περίοδο και την Ύστερη Αρχαιότητα
Η Αυτοκρατορική περίοδος σηματοδότησε μία νέα άνθηση της ρητορικής τέχνης, η οποία ακολούθησε καινούργιες κατευθύνσεις. Η ανάπτυξη κυρίως της επιδεικτικής ρητορικής, σχετίζεται άμεσα με την παράλληλη αναγέννηση της ελληνικής λογοτεχνίας. Από την περίοδο αυτή προέρχεται ο κύριος όγκος των ρητορικών έργων που διαθέτουμε.
Οι ραγδαίες πολιτικές και κοινωνικές ανακατατάξεις που σημειώθηκαν επηρέασαν τη ρητορική ως προς τις θεωρητικές της κατευθύνσεις. Δεν υπήρχε πια σαφής διαχωρισμός μεταξύ της φιλολογικής κριτικής και της ρητορικής θεωρίας. Πολλοί ρήτορες συνέγραψαν πραγματείες που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως φιλολογική κριτική. Οι ρητορικές σχολές στις ελληνικές πόλεις συνέχισαν να λειτουργούν, ενώ πολλοί Έλληνες ρήτορες έδρασαν στη Ρώμη.
Ένας από τους σημαντικότερους ρήτορες της εποχής αυτής ήταν ο Απολλόδωρος από την Πέργαμο. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ίδιος ο Ιούλιος Καίσαρας τον επέλεξε ως δάσκαλο του διαδόχου του Οκταβιανού το 45 π.Χ.,34 ενώ το έργο του Ρητορική τέχνη μεταφράστηκε στα λατινικά. Η διδακτική του στηριζόταν στη διατύπωση ακλόνητων επιχειρημάτων και σε αυστηρούς κανόνες στη δομή του λόγου. Τα διδάγματα του Απολλόδωρου είχαν τόσο μεγάλη απήχηση, ώστε αποτέλεσαν τη βάση για τη δημιουργία ολόκληρης σχολής. Κύριο χαρακτηριστικό της ήταν η εμμονή σε απαράβατους κανόνες που ήταν απαραίτητο να διέπουν τους ρητορικούς λόγους.
Ο πλέον σημαντικός εκπρόσωπος της περιόδου είναι ο Διονύσιος από την Αλικαρνασσό, ιστορικός, ρήτορας, γραμματικός, ρητοροδιδάσκαλος, καθηγητής της ελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας και κριτικός που έδρασε κυρίως στη Ρώμη.35 Ο Διονύσιος συνέγραψε και πραγματείες περί ρητορικής. Κύριος στόχος του ήταν να αναβιώσει τα αττικά πρότυπα στη ρητορική και την ιστοριογραφία μιμούμενος τους Έλληνες κλασικούς.
Από τα τέλη του 2ου αι. μ.Χ. η ελληνική ρητορική άρχισε να διαφοροποιείται εμφανώς από τη λατινική, διαδικασία που σχετιζόταν άμεσα με τις διεργασίες εκείνες που οδήγησαν στη διαίρεση της αυτοκρατορίας σε δύο τμήματα δύο αιώνες αργότερα. Στην Ανατολή επικράτησε η ερμογένεια παράδοση με κύριο βάρος στις «ιδέες», ενώ στη Δύση η καταλυτική επιρροή του Κικέρωνα οδήγησε σε περισσότερο παραδοσιακές κατευθύνσεις. Οι Λατίνοι ενδιαφέρονταν κυρίως για τους δικανικούς λόγους, ενώ οι Έλληνες ασχολούνταν κυρίως με τους επιδεικτικούς λόγους και τη φιλοσοφία. 36 Στα μέσα του 2ου αι. μ.Χ. ο αυτοκράτορας Αντωνίνος Πίος απέστειλε επιστολή στις πόλεις της Ασίας με την οποία μείωσε τη φορολογία των σοφιστών (όρος που δήλωνε τους δασκάλους ρητορικής).37 Οι καθηγητές αυτοί πληρώνονταν πια από τις ίδιες τις πόλεις όπου δίδασκαν. Τον 3ο αι. μ.Χ. οι μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού έκαναν πιο συστηματική την εκπαίδευση και θεσμοθέτησαν περιορισμούς ως προς τα δίδακτρα των διδασκόντων.
Στα χρόνια αυτά έζησαν και έδρασαν μερικοί από τους πιο επιφανείς ρήτορες της Ύστερης Αρχαιότητας. Ο Δίων Χρυσόστομος (1ος αι. μ.Χ.) από την Προύσα της Βιθυνίας, ήταν ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της Δεύτερης Σοφιστικής. Το έργο του έχει φιλοσοφικές και πολιτικές προεκτάσεις. Του αποδίδονται ογδόντα ρητορικοί λόγοι, με γνωστότερους τους τέσσερις λόγους Περί Βασιλείας που απηύθυνε στον αυτοκράτορα Τραϊανό.
Μία από τις τελευταίες μεγάλες μορφές της ρητορικής τέχνης είναι ο Ερμογένης (2ος αι. μ.Χ. ) από την Ταρσό της Κιλικίας. Το ογκώδες έργο του και οι μεταγενέστερες εργασίες πάνω σε αυτό αποτελεί το πληρέστερο σύνολο ρητορικής που διαθέτουμε στην ελληνική γλώσσα. Συνέγραψε εγχειρίδια διδασκαλίας της ρητορικής τέχνης, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον στους Βυζαντινούς χρόνους και την εποχή της Αναγέννησης. Οι ιδέες του που αφορούν τις «στάσεις» και τις «ιδέες», είναι εντελώς πρωτότυπες ως προς τη σύλληψη.38 Κατά τον Ερμογένη τα συστατικά του τέλειου λόγου είναι η σαφήνεια, το μέγεθος, το κάλλος, η γοργότης, το ήθος (όπου εμπεριέχονται η απλότητα, η φινέτσα και η γλυκύτητα), η αλήθεια και η δεινότης.
Ο Πλίνιος ο Νεότερος, ήταν μαθητής του Κουιντιλιανού και διακριμένος ρήτορας. Πολύ γνωστές είναι οι επιστολές που απέστειλε προς τον Τραϊανό ως διοικητής της επαρχίας Βιθυνίας. Αυτές αποτελούν σημαντικότατες πηγές τόσο για τη διοίκηση των επαρχιών όσο και για την ιστορία του πρώιμου χριστιανισμού. Η τεχνική του παραπέμπει στα διδάγματα του Λατίνου διδασκάλου του Κοϊντιλιανού.
Ο Πολέμων, άλλος ρήτορας και σοφιστής, γεννήθηκε στη Λαοδίκεια επί Λύκω το 90 μ.Χ., σπούδασε ρητορική στη Σμύρνη, κοντά στο Σκοπιλιανό και στωική φιλοσοφία με τον Τιμοκράτη, ενώ ο ίδιος ισχυριζόταν ότι ήταν μαθητής του Δίωνα Χρυσόστομου. Το 110 μ.Χ. ίδρυσε τη δική του σχολή στη Σμύρνη. Εκεί δίδαξε και εξελίχθηκε σε κορυφαίο σοφιστή. Η φήμη του ήταν τόσο μεγάλη, ώστε οι σπουδαστές κατέφταναν απ’ όλο τον ελληνικό κόσμο για να παρακολουθήσουν τη διδασκαλία του. Ο Πολέμων έγινε εξέχων πολιτικός ηγέτης στη Σμύρνη, αναλάμβανε δικανικές υποθέσεις, αγόρευε στις συνελεύσεις και συμμετείχε σε πρεσβείες προς τους αυτοκράτορες Τραϊανό και Αδριανό. Όπως ήταν φυσικό, απολάμβανε μεγάλων τιμών, είχε το δικαίωμα να κάνει ταξίδια με δημόσιες δαπάνες, αναγορεύτηκε τιμής ένεκεν μέλος του Μουσείου της Αλεξάνδρειας και αποκόμισε τεράστια οικονομικά οφέλη από την ενασχόλησή του με τη ρητορική και την πολιτική. Ο Πολέμων ασχολούνταν κυρίως με δικανικούς λόγους, χρησιμοποιώντας παραδείγματα από πραγματικά ή φανταστικά γεγονότα. Τον προσκαλούσαν συχνά να αγορεύσει σε εξαιρετικές περιστάσεις, όπως στην αποπεράτωση του ναού του Ολυμπίου Διός στην Αθήνα. Ήταν δεινότατος στο λόγο και συνόδευε τους λόγους του με μια έμφυτη θεατρικότητα, που τον βοηθούσε να παρασύρει το ακροατήριό του.
Ο Αίλιος Αριστείδης γεννήθηκε στη Μυσία της Μικράς Ασίας. Έζησε και δίδαξε στη Σμύρνη, ενώ έκανε ταξίδια στην Αίγυπτο, την Ελλάδα και τη Ρώμη.39 Ήταν συγγραφέας με έντονο το ρητορικό στοιχείο. Δεν τον ενδιέφερε να ευχαριστεί απλώς το ακροατήριό του, αλλά και να ανυψώνει την ηθική του. Για το λόγο αυτό το έργο του έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης από τους βυζαντινούς λόγιους.
Μία μεγάλη τομή στη ρητορική τέχνη προκάλεσε το διάταγμα των Μεδιολάνων το 313 από τον Κωνσταντίνο. Οι νέες συνθήκες που επικράτησαν υπέρ του χριστιανισμού, είχαν ως συνέπεια να κλείσουν πολλές φιλοσοφικές σχολές, αφού οι ρήτορες που στρέφονταν στη νέα θρησκεία θεωρούσαν ότι τα διδάγματά της δε συμβιβάζονταν με τη ρητορική τέχνη. Παρόλα αυτά η ρητορική τέχνη επιβίωσε. Τον 4ο αι. μ.Χ. έδρασε ο Λιβάνιος, ο μεγαλύτερος ρήτορας της Ύστερης Αρχαιότητας. Δίδαξε στην αυτοκρατορική αυλή της Κωνσταντινούπολης αλλά και στη γενέτειρά του, την Αντιόχεια του Ορόντη, και έχαιρε γενικής αποδοχής παρά το γεγονός ότι ήταν φανατικός εθνικός, πράγμα ασυμβίβαστο με τη χριστιανική στροφή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Σύγχρονός του είναι και ο Θεμίστιος, από την Παφλαγονία. Ο Θεμίστιος δε δίδαξε ρητορική, αλλά φιλοσοφία στην Κωνσταντινούπολη. Θεωρούσε όμως τον εαυτό του φιλόσοφο, και ρήτορα. Η ρητορική αποτέλεσε πρόβλημα για τους πρώτους Πατέρες της Εκκλησίας, παρά το γεγονός ότι κάποιοι από αυτούς, όπως ο Παύλος, ήταν δεινοί ρήτορες. Σταδιακά έγινε πολύτιμο μέσο διάδοσης της νέας θρησκείας και οι κατακτήσεις των ελλήνων ρητόρων έγιναν κτήμα των εκκλησιαστικών λειτουργών. |
1. Kennedy, G.A.,The Art of Persuasion in Greece (New Jersey 1963), σελ. 3. 2. Σχετικά με τις αρχέγονες λειτουργίες του προφορικού λόγου και την ανάπτυξη της ρητορικής τέχνης στην Αίγυπτο και την Κίνα, βλ. Kennedy, G.A., A New History of Classical Rhetoric (Princeton 1994), σελ. 3. 3. Ομ., Ιλ. Θ 443. 4. Ο Φοίνικας φιλοδοξούσε να κάνει τον Αχιλλέα εξίσου «πρηκτήρα έργων» όσο και «μύθων ρητήρα».
5. Θεωρούν μάλιστα ότι τα σχετικά σχόλια του ίδιου του Ομήρου, επιβεβαιώνουν ότι η ρητορική ήταν ευρέως διαδεδομένη στα χρόνια αυτά. Είναι ενδεικτικό ότι πολλοί μεταγενέστεροι ρήτορες παρέπεμπαν τους μαθητές τους στους μονολόγους των ομηρικών επών. 6. Άλλωστε η λέξη «ρητορική» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά αυτή ακριβώς την εποχή, ενώ εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε γραπτό κείμενο, τον πλατωνικό Γοργία γύρω στο 385 π.Χ. 7. Τα σημαντικότερα από αυτά ήταν η εύρεσις (η σύλληψη του θέματος), η τάξις (η δομή του λόγου) και η λέξις (ο τρόπος εκφοράς του λόγου). Παρόμοια δομή έχουν οι μονόλογοι που εμπεριέχονται στις τραγωδίες της ίδιας περιόδου. 8. Ο διαχωρισμός του Αριστοτέλη περί ρητορικής τέχνης διατηρήθηκε σε όλη την Αρχαιότητα, αν και στους Ύστερους χρόνους η επιδεικτική ρητορική διερύνθηκε πολύ περισσότερο. Βλ. σχετικά Kennedy, G.A., A New History of Classical Rhetoric (Princeton 1994), σελ. 4. 9. Το πρώτο καθαρά θεωρητικό εγχειρίδιο ρητορικής ήταν η Ρητορική του Αριστοτέλη. 10. Στη Ρώμη αντίθετα, στους Αυτοκρατορικούς χρόνους, οι γυναίκες δεν ήταν αποκλεισμένες από τη δημόσια ζωή σε τόσο μεγάλο βαθμό. Ασκούσαν επιρροή μέσω των συζύγων ή και των γιων τους. Ο Κοϊντιλιανός για παράδειγμα (1.1.6.) μνημονεύει την Ορτενσία, κόρη του διάσημου ρήτορα Ορτένσιου, η οποία απηύθυνε λόγο στον Καίσαρα, τον Πομπήιο και τον Κράσσο. Ο λόγος αυτός προκαλούσε το ενδιαφέρον ακόμη και έναν αιώνα αργότερα. 11. Εκεί εκπροσωπούνταν από άνδρες που ήταν συγγενικά πρόσωπα. Η Λυσιστράτη του Αριστοφάνη σατιρίζει την κατάσταση αυτή. Εκεί οι γυναίκες παρουσιάζονται να εκφωνούν λόγους στη σύγχρονη Αθήνα του 4ου αι. π.Χ. 12. Ηρ. 8.68, 102. 13. Μάλιστα, από το πλήθος των ρητόρων και των λογογράφων που έδρασαν στην Αθήνα, οι φιλόλογοι της Αλεξανδρινής εποχής ξεχώρισαν τους δέκα ρήτορες του «Κανόνος», που τα έργα τους αποτελούν το υπόδειγμα της ρητορικής τέχνης. 14. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και οι Εβραίοι της Παλαιστίνης, μία ομάδα με ισχυρότατη θρησκευτική και πολιτιστική ταυτότητα, άρχισαν να παρακολουθούν σταδιακά μαθήματα ελληνικών και χρησιμοποιούσαν την ελληνική γλώσσα. 15. Το Μουσείο και η Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας αποτέλεσαν σημαντικότατα εκπαιδευτικά κέντρα τόσο στις επιστήμες όσο και στη λογοτεχνία. 16. Οι πληροφορίες που παραδίδουν οι πηγές σχετικά με το εκπαιδευτικό σύστημα αναφέρονται κυρίως στους Αυτοκρατορικούς χρόνους. Παρόλα αυτά, δεν πρέπει να υπήρχαν μεγάλες διαφοροποιήσεις σε σχέση με την Ελληνιστική περίοδο. 17. Για μία συνοπτική περιγραφή των εκπαιδευτικών προγραμμάτων, βλ. Kennedy, G.A., A New History of Classical Rhetoric (Princeton 1994), σελ. 82 κ.ε. 18. Οι ασκήσεις αυτές ονομάζονταν «προγυμνάσματα». 19. Τα θέματα αυτά ήταν συνήθως εύκολα (τα λεγόμενα «suasoria» στα ρωμαϊκά σχολεία) και απαιτούσαν από το μαθητή να χρησιμοποιήσει ως παράδειγμα κάποιο μυθικό ή ιστορικό πρόσωπο (π.χ. «συμβούλευσε τον Αγαμέμνονα αν πρέπει να θυσιάσει ή όχι την Ιφιγένεια» ή «συμβούλευσε τον Αλέξανδρο αν πρέπει να υποχωρήσει στον Ινδό ή να συνεχίσει τις εκστρατείες στα ανατολικά». Υπήρχαν και περισσότερο εξειδικευμένα θέματα (τα λεγόμενα «controversia»), που απαιτούσαν την εκφώνηση δικανικών λόγων προς υπεράσπιση κάποιου φανταστικού προσώπου. 20. Αυτοί αναλάμβαναν να δημιουργήσουν ευνοϊκό κλίμα μεταξύ των πολιτών υπέρ κάποιου ηγέτη. 21. Μερικές μνείες μόνο υπάρχουν σχετικά με τους λόγους αυτούς, ενώ δε σώζονται τα πρωτότυπα κείμενα. 22. Ο σημαντικότερος εκπρόσωπός τους ήταν ο Παναίτιος από τη Ρόδο που έζησε το 2ο αι. π.Χ. 23. Η αμφισβήτηση της χρησιμότητας της ρητορικής τέχνης ξεκίνησε ήδη από τον Πλάτωνα, ο οποίος στο Γοργία ασκεί έντονη κριτική στους ρήτορες, συσχετίζοντας τη ρητορική με τον κύκλο των σοφιστών. Παρά τις απόπειρες αμφισβήτησης, η ρητορική ως τέχνη καθιερώθηκε τον 4ο και τον 3ο αι. π.Χ. ως απαραίτητο στοιχείο της δημόσιας ζωής. Το θέμα ανακινήθηκε στα μέσα του 2ου αι. π.Χ. από τους διδάσκοντες των φιλοσοφικών σχολών. Αφορμή ήταν το γεγονός ότι οι νεαροί μαθητές προτιμούσαν να εντρυφήσουν στη ρητορική παρά στη φιλοσοφία. Η τάση αυτή παρατηρούνταν κυρίως στους νεαρούς Ρωμαίους, οι οποίοι με τον τρόπο αυτό επιθυμούσαν να μετέχουν του ελληνικού πολιτισμού. Η εχθρότητα αυτή μεταξύ φιλοσοφίας και ρητορικής επιβίωσε μέχρι και τους Ύστερους Αυτοκρατορικούς χρόνους. Ο Αίλιος Αριστείδης μάλιστα, το 2ο αι. μ.Χ., έγραψε μία πραγματεία με σκοπό να υπερασπιστεί τη ρητορική έναντι της αμφισβήτησής της από τον Πλάτωνα. 24. Ο ρήτορας έγραφε τις παρατηρήσεις αυτές το 46 π.Χ. προσπαθώντας να ασκήσει κριτική στο νεοαττικισμό της εποχής του. Από τότε ή λέξη «ασιατικός» απέκτησε το ιδιαίτερο αυτό νόημα, ενώ ως την εποχή εκείνη σήμαινε απλώς αυτόν που ερχόταν από τη Μικρά Ασία. 25. Κικ., Βρούτ. 51. 26. Κικ., Βρούτ. 325. 27. Σχετικά με άλλα έργα που αποδίδονται στον Αλκιδάμα, βλ. Lesky, A., A History of Greek Literature (London 1996), σελ. 353. Βλ. επίσης Walberer, G., Isokrates und Alkidamas (Hamburg 1938) και Mariss, R., Alkidamas: über diejenigen, die schriftliche Reden schreiben, oder über die Sophisten: eine Sophistenrede aus dem 4. Jahrhundert v. Chr., eingeleitet und kommentiert (Münster 2002). 28. Σχετικά με τη διχογνωμία στην έρευνα για την απόδοση του έργου, βλ. Lesky, A., A History of Greek Literature (London 1996), σελ. 591. 29. Ο τίτλος του προέρχεται από μια εισαγωγική επιστολή που υποτίθεται πως απευθύνει ο Αριστοτέλης στο μαθητή του Αλέξανδρο. Η γνησιότητα της επιστολής έχει αμφισβητηθεί από όλους τους σύγχρονους μελετητές. Βλ. επίσης Fuhrmann, M., Untersuchungen zur Textgeschichte der pseudo-aristotelischen Alexander-Rhetorik (der Techne des Anaximenes von Lampsakos) (Mainz 1965) και, του ιδίου, Anaximenis. Ars rhetorica quae vulgo fertur Aristotelis ad Alexandrum2 (Munich 2000). 30. Άλλα κατατοπιστικά έργα σχετικά με τον Αναξιμένη είναι: Wendland, P., Anaximenes von Lampsakos; Studien zur ältesten Geschichte der Rhetorik (Berlin 1905) και Anderson, R.D., Glossary of Greek rhetorical terms connected to methods of argumentation, figures and tropes from Anaximenes to Quintilian (Leyden 2000). 31. Για μία πλήρη συζήτηση σχετικά με το έργο του Ερμαγόρα, βλ. Kennedy, G.A., The Art of Persuasion in Greece (Princeton 1963), σελ. 303-321. 32. Kennedy, G.A., A New History of Classical Rhetoric (Princeton 1994), σελ. 98-99. 33. Για μία αναλυτική παρουσίαση των κυριότερων θέσεων του Ερμαγόρα, βλ. Kennedy, G.A., A New History of Classical Rhetoric (Princeton 1994), σελ. 97-101. 34. Σουητ., Αυγ. 89. 35. Για μία αναλυτική συζήτηση, βλ. Kennedy, G.A., A New History of Classical Rhetoric (Princeton 1994), σελ. 161-166. 36. Τα ίχνη της διαδικασίας αυτής ανιχνεύονται ήδη από την εποχή του Αυγούστου. 37. Το μέτρο ίσχυε για ολόκληρη την αυτοκρατορία. 38. Του αποδίδονται και ορισμένα κίβδηλα έργα, όπως τα Περί μεθόδου δεινότητος και Περί ευρέσεως ή κάποια που η αυθεντικότητά τους αμφισβητείται, για παράδειγμα μια σειρά από Προγυμνάσματα. 39. Ο Αίλιος Αριστείδης υπέφερε από χρόνιες ψυχοσωματικές παθήσεις. Ο θάνατός του τοποθετείται το 189 μ.Χ. |