άρχων, ο
Ο όρος δηλώνει γενικά τον κυβερνήτη. Πολλές φορές ωστόσο δεν έχει τεχνικό περιεχόμενο και χρησιμοποιείται για μέλη αριστοκρατικών οικογενειών ή συνηθέστερα αξιωματούχους, αλλά και για ανεξάρτητους ηγεμόνες.
|
δούκας, ο (λατ. dux)
Αρχαιότητα: Ρωμαίος στρατιωτικός αξιωματούχος ο οποίος σε ορισμένες επαρχίες είχε και διοικητικές αρμοδιότητες. Βυζάντιο: Κατά κανόνα ανώτατος στρατιωτικός αξιωματούχος. Από το β΄ μισό του 10ου αιώνα ο όρος δηλώνει το στρατιωτικό διοικητή μεγάλης περιφέρειας. Μετά το 12ο αιώνα οι δούκες εμφανίζονται ως διοικητές μικρών θεμάτων.
|
εμίρης, ο
Αραβικός τίτλος (amir = αρχηγός) ο οποίος δηλώνει το στρατιωτικό αρχηγό μιας περιοχής (του εμιράτου). Την Πρώιμη Ισλαμική περίοδο αποδιδόταν σε αρχηγούς στρατευμάτων, ενώ αργότερα και σε πρόσωπα με διοικητικές και οικονομικές αρμοδιότητες. Την περίοδο της κυριαρχίας των Σελτζούκων δινόταν σε στρατιωτικούς αξιωματικούς και νεαρούς πρίγκιπες. Στα τέλη του 13ου και κατά τη διάρκεια του 14ου αιώνα αποδιδόταν σε Τουρκομάνους ηγεμόνες μικρότερων κρατιδίων που διαδέχθηκαν το σουλτανάτο του Ικονίου.
|
καθολικό, το
Ο κεντρικός ναός ενός μοναστηριού, στον οποίο τελούνται οι βασικές τελετουργίες· επίσης εκεί καθορίζεται ποιο θα είναι το κατά κύριο λόγο τιμώμενο ιερό πρόσωπο και, άρα, ο προστάτης της μονής. Στις περισσότερες περιπτώσεις όλα τα υπόλοιπα κτήρια της μονής αναπτύσσονται γύρω από το καθολικό και το οικοδομικό συγκρότημα απομονώνεται με περίβολο. Εντός του περιβόλου συχνά υπάρχουν και άλλοι μικρότεροι ναοί ή παρεκκλήσια.
|
Λίμνια, τα
Βυζαντινή πόλη στα παράλια του Εύξεινου Πόντου κοντά στην Κερασούντα (σε μεταγενέστερους χρόνους έπαψε να είναι παραλιακή, λόγω των προσχώσεων των παρακείμενων ποταμών). Υπήρξε σημαντικό εμπορικό λιμάνι.
|
μέγας δομέστικος, ο
Ανώτατος στρατιωτικός διοικητής. Το αξίωμα του μεγάλου δομεστίκου αντικατέστησε σε απροσδιόριστο χρόνο το αξίωμα του δομεστίκου των σχολών της Μέσης Βυζαντινής περιόδου. Κατά τον 11ο-12ο αιώνα ο μέγας δομέστικος διοικούσε τα ξεχωριστά στρατεύματα της Ανατολής και της Δύσης. Το 13ο αιώνα, ωστόσο, ο διαχωρισμός αυτός είχε εκλείψει. Ιεραρχικά τοποθετείται μετά τον πρωτοβεστιάριο και το μέγα στρατοπεδάρχη, ενώ το 14ο αιώνα μετά τον καίσαρα. Ως ανώτατος τίτλος δινόταν επίσης σε στενούς συγγενείς του αυτοκράτορα.
|
μέγας δουξ/δούκας, ο
Ο επικεφαλής του αυτοκρατορικού στόλου. Το αξίωμα του μεγάλου δούκα αντικατέστησε το 1092 εκείνο του δούκα. Η εμφάνισή του συνδυάστηκε με την διάλυση του θεματικού ναυτικού στόλου και με την προσπάθεια, που καταβαλλόταν εκείνη την περίοδο οργάνωσης ενός ενιαίου βυζαντινού στόλου. Κατά την ύστερη βυζαντινή περίοδο, ο τίτλος του μεγάλου δουκός απονεμόταν στους πλέον υψηλόβαθμους πολιτικούς/στρατιωτικούς αξιωματούχους της αυτοκρατορίας.
|
μέγας στρατοπεδάρχης, ο
Υψηλό στρατιωτικό αξίωμα που δημιουργήθηκε επί Θεοδώρου Β΄ Λασκάρεως και αφορούσε κυρίως τον εξοπλισμό και τις προμήθειες των στρατιωτικών δυνάμεων της αυτοκρατορίας. Με το αξίωμα αυτό τιμήθηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 13ου αιώνα ο Γεώργιος Μουζάλων. Το 14ο και 15ο αιώνα ο μέγας στρατοπεδάρχης ήταν επικεφαλής στρατιωτικών μονάδων. Στην Aυτοκρατορία της Τραπεζούντας δήλωνε τον αρχηγό των πεζικών δυνάμεων.
|
πιγκέρνης, ο
Επίσης πικέρνης ή επικέρνης. Οινοχόος των ανακτόρων. Αξιωματούχος στην προσωπική υπηρεσία του αυτοκράτορα [πιθανώς από το λατινικό pincerna ή παράγωγο του επι-κεράννυμι, αναμειγνύω (κρασί)]. Στο ύστερο Βυζάντιο ο πιγκέρνης ήταν υψηλός τιμητικός τίτλος, ενώ το 14ο αιώνα αποδόθηκε σε εξαιρετικά σημαντικά πρόσωπα, όπως ο Αλέξιος Φιλανθρωπηνός.
|
πρωτοβεστιάριος, ο (και πρωτοβεστιαρίτης)
Ανώτερος αυλικός, υπεύθυνος του βασιλικού βεστιαρίου, της βασιλικής ιματιοθήκης. Το αξίωμα απονεμόταν σε ανώτατους αξιωματούχους και μελλοντικούς αυτοκράτορες. Αρχικά ο πρωτοβεστιάριος ήταν υπεύθυνος για το αυτοκρατορικό ιματιοφυλάκιο. Από τον 9ο έως τον 11ο αιώνα, οπότε το αξίωμα εξελίσσεται σε τιμητικό τίτλο, ο ρόλος του πρωτοβεστιαρίου μεταβάλλεται: εμφανίζεται πλέον ως επικεφαλής στρατευμάτων, ως υπεύθυνος για τη διεξαγωγή διαπραγματεύσεων με σκοπό την υπογραφή ειρήνης, καθώς και για τη διερεύνηση υποθέσεων συνωμοσίας κατά του αυτοκράτορα. Το 14ο αιώνα ο τίτλος παραχωρείται ιεραρχικά ανάμεσα σε αυτούς που έχουν τα υψηλότερα αξιώματα.
|
Ρόδον το Αμάραντον, το
Στη βυζαντινή τέχνη με τον όρο Ρόδον το Αμάραντον προσδιορίζεται ο εικονογραφικός τύπος απεικόνισης της Παναγίας, στον οποίο η Παναγία καθήμενη και εστεμμένη κρατά στα αριστερά το δωδεκαετή Χριστό, όρθιο, εστεμμένο, με αυτοκρατορικά ενδύματα. Ενίοτε η παράσταση εμπλουτίζεται με επιμέρους εικονογραφικά θέματα, με συνηθέστερο τις αγγελικές δυνάμεις και με το ρόδο που κρατά η Παναγία στο δεξί της χέρι.
|
χρυσόβουλο, το
Το χρυσόβουλο ή χρυσόβουλλον είναι το πιο επίσημο έγγραφο που εκδιδόταν από τη γραμματεία των Βυζαντινών αυτοκρατόρων. Ονομάζεται έτσι γιατί φέρει τη χρυσή βούλα του αυτοκράτορα.
|