|
|
|
|
|
ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ
|
|
βάνδον, το
Βυζαντινός στρατιωτικός και διοικητικός όρος. Αρχικά, σήμαινε σημαία ή διακριτικό σύμβολο στρατιωτικής μονάδας. Στη συνέχεια, δήλωνε τμήμα της τούρμας και μικρή στρατιωτική μονάδα (50-100 για ιππικό στρατό και 200-400 για πεζικό). Σταδιακά, ο όρος απέκτησε και διοικητική σημασία: αποτέλεσε υποδιαίρεση του θέματος και η περιφέρεια κάθε βάνδου ονομαζόταν τοποτηρησία. Αργότερα, στην Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας επιβίωσε ως δηλωτικό διοικητικής περιφέρειας.
|
Λαζοί, οι
Έθνοτική ομάδα των παραλίων της Μαύρης Θάλασσας με γλωσσικό ιδίωμα που ανήκει στις γλώσσες του Νοτίου Καυκάσου. Στα μεσαιωνικά χρόνια οι Λαζοί κατοικούσαν στις ακτές του βορειοανατολικού Εύξεινου Πόντου, στα βορειοανατολικά εδάφη της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας, στη Λαζία ή Λαζική (όπου οργανώθηκε και το βάνδον της Μεγάλης Λαζίας) και στη δυτική Ιβηρία (Γεωργία). Ήταν σύμμαχοι των Μεγάλων Κομνηνών. Διαδραμάτισαν πολλές φορές σημαντικό ρόλο στα πολιτικά δρώμενα της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας. Σήμερα ζουν στην Τουρκία (οι περισσότεροι) και στη Γεωργία.
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|