κόμης, ο (λατ. comes, -is)
1. Κρατικός αξιωματούχος στη Ρωμαϊκή και τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία με ποικίλες πολιτικές αλλά κυρίως στρατιωτικές αρμοδιότητες (π.χ. ειδικά ο κόμης Ανατολής εκτελούσε χρέη βικαρίου κατά την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο, επί Ιουστινιανού Α΄ ο κόμης επικεφαλής των διευρυμένων επαρχιών είχε πολιτική και στρατιωτική εξουσία, ενώ κατά τη Μέση Βυζαντινή περίοδο ο κόμης Οψικίου ήταν από τους ελάχιστους διοικητές θεμάτων που δεν έφεραν τον τίτλο του στρατηγού).2. Τίτλος ευγενείας στη μεσαιωνική Δύση.
|
κουροπαλάτης, ο
Ο κουροπαλάτης (< κουράτωρ και παλάτιον) ήταν ανώτερος αυλικός αξιωματούχος. Το αξίωμα απονεμόταν κυρίως σε μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας, αλλά από την εποχή του Ιουστίνου Β΄ (565-578) και εξής και σε ξένους πρίγκιπες. Κατά τον 11ο αιώνα δόθηκε σε αρκετούς στρατηγούς εκτός της αυτοκρατορικής οικογένειας.
|
μάγιστρος, ο
Aνώτερο αξίωμα που στο Κλητορολόγιο του Φιλοθέου τοποθετείται πάνω από τον ανθύπατο (από το λατινικό magister). Από το 10ο αιώνα χάνει τη σπουδαιότητά του, ενώ παύει να υπάρχει πιθανότατα στα μέσα του 12ου αιώνα. Ο μάγιστρος αναλάμβανε συνηθέστερα επικεφαλής κάποιας υπηρεσίας, πολιτικής ή δικαστικής, ή και, σπανιότερα, επικεφαλής της διακυβέρνησης μιας περιοχής.
|
μονοστράτηγος, ο
Όρος με τον οποίο χαρακτηριζόταν στις βυζαντινές πηγές ο στρατηγός ενός θέματος όταν, εκτός της ηγεσίας των δικών του στρατευμάτων, αναλάμβανε τη διοίκηση και άλλων γειτονικών θεμάτων, είτε για να οργανώσει καλύτερα την άμυνα σε ένα ενιαίο μέτωπο είτε για τη διεξαγωγή επιθετικών επιχειρήσεων υπό ενιαία διοίκηση.
|
πατρίκιος, ο / πατρικία, η
Από το λατινικό patricius. Εισήχθη από τον Κωνσταντίνο Α΄ ως ισόβιος τιμητικός τίτλος ανδρών και γυναικών χωρίς διοικητικές αρμοδιότητες. Ειδικά για τις γυναίκες στο περιβάλλον της αυτοκράτειρας ο τίτλος της πατρικίας ζωστής ήταν ο υψηλότερος που μπορούσε να τους απονεμηθεί. Από τον 8ο έως το 10ο αιώνα ο τίτλος του πατρικίου αποδιδόταν σε υψηλούς αξιωματούχους της διοικητικής και στρατιωτικής ιεραρχίας, αλλά και σε ξένους συμμάχους και ηγεμόνες. Έπαψε να χρησιμοποιείται μετά το τέλος του 12ου αιώνα.
|
σιλιντάριος, σιλεντιάριος, ο
Ο σιλεντιάριος ή σιλιντάριος (από το λατινικό silentium) κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο ήταν αξιωματούχος επιφορτισμένος με την τήρηση της ησυχίας και της τάξης στα ανάκτορα και προερχόταν από τη Σύγκλητο. Μετά τον 6ο αι. το αξίωμα υποβαθμίζεται και παραμένει ως τιμητικός τίτλος.
|
στρατηγός, ο
Κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο τα καθήκοντα του στρατηγού ήταν πολιτικά. Στη Μέση Βυζαντινή περίοδο ο στρατηγός ήταν αξιωματούχος επικεφαλής του θέματος (στρατός και περιοχή δικαιοδοσίας)· συγκέντρωνε στα χέρια του τόσο στρατιωτική όσο και πολιτική εξουσία. Κατά την Ύστερη Βυζαντινή περίοδο περιορίστηκε στο στρατιωτικό ρόλο του.
|