εξπηλάτωρ, ο
Βυζαντινός αξιωματούχος των θεμάτων της Μικράς Ασίας, επιφορτισμένος με τη μεταφορά του αμάχου πληθυσμού κατά τη διάρκεια επιδρομών και την ασφάλισή του σε οχυρά ή όρη (λατ. expelator: φυγαδευτής).
|
επαρχία, η
1) Διοικητική μονάδα στη Ρωμαϊκή και τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Εδραιώνεται ως θεσμός στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και αναδιοργανώνεται ριζικά επί Διοκλητιανού, ο οποίος καταργεί τη διάκριση μεταξύ αυτοκρατορικών και συγκλητικών επαρχιών και αυξάνει τον αριθμό τους διαιρώντας τις μεγάλες επαρχίες σε μικρότερες ενότητες. Επιπλέον ο Διοκλητιανός διαίρεσε το κράτος σε 12 «διοικήσεις» (dioecesis), στις οποίες υπάγονταν περισσότερες επαρχίες. Με τις διοικητικές μεταρρυθμίσεις στους Πρώιμους Βυζαντινούς χρόνους οι επαρχίες αυξήθηκαν αριθμητικά, ενώ μειώθηκαν ανάλογα τα γεωγραφικά τους όρια. Επιβίωσαν ως θεσμός μέχρι την επικράτηση του διοικητικού συστήματος των «θεμάτων» περί τα τέλη του 7ου αιώνα. Ο όρος απαντάται ωστόσο σε σφραγίδες κομερκιαρίων μέχρι τον 9ο αιώνα, καθώς και σε γραπτές πηγές από τον 11ο και 12ο αιώνα ως συνώνυμο του θέματος. 2) Στην εκκλησιαστική ορολογία ο όρος επαρχία σημαίνει επισκοπική περιφέρεια.
|
καμινοβίγλιον, το
Σκοπιά η οποία χρησιμοποιούσε φωτιά ή καπνό για να ειδοποιήσει για τυχόν επιδρομές.
|
κλεισούρα, η (clausura)
Βυζαντινός στρατιωτικός όρος. Η κλεισούρα, αρχικά ορεινό πέρασμα, από τον 7ο αιώνα και εξής είναι η στρατιωτική μονάδα που ασχολείται με την άμυνα του περάσματος. Κατ’ επέκταση, ο όρος χρησιμοποιείται για μικρότερη (από το θέμα) διοικητική-στρατιωτική ενότητα. Η μόνιμη έδρα της βρισκόταν σε δύσβατη συνοριακή περιοχή και μπορούσε να είναι οικονομικά και διοικητικά ανεξάρτητη από το στρατηγό του θέματος. Θεωρείται εξέλιξη της τούρμας.
|
κλεισουράρχης, ο
Επίσης, κλεισουριάρχης. Βυζαντινός όρος για το διοικητή κλεισούρας ή κλεισαρχίας. Η τελευταία ήταν στρατιωτική μονάδα με καθήκον την άμυνα ορεινού περάσματος· ο όρος χρησιμοποιείται επίσης για να δηλώσει διοικητική μονάδα μικρότερη από το θέμα.
|
στρατηγός, ο
Κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο τα καθήκοντα του στρατηγού ήταν πολιτικά. Στη Μέση Βυζαντινή περίοδο ο στρατηγός ήταν αξιωματούχος επικεφαλής του θέματος (στρατός και περιοχή δικαιοδοσίας)· συγκέντρωνε στα χέρια του τόσο στρατιωτική όσο και πολιτική εξουσία. Κατά την Ύστερη Βυζαντινή περίοδο περιορίστηκε στο στρατιωτικό ρόλο του.
|
τουρμάρχης, ο
Πολιτικός και στρατιωτικός διοικητής τούρμας, υποδιαίρεσης του θέματος.
|
χαλίφης, ο
O ανώτατος θρησκευτικός και πολιτικός αρχηγός των μουσουλμάνων, θεωρούμενος διάδοχος του Mωάμεθ (αραβ. khalifa = τοποτηρητής). Ήταν ο επικεφαλής του χαλιφάτου, του θρησκευτικού κράτους των Αράβων.
|