1. Ανθρωπογεωγραφία
Το Ακσεράι βρίσκεται ΝΔ της Νίγδης, πάνω σε οροπέδιο, σε ύψος 980 μ., κοντά στον ποταμό Βεγιάζ-σου, ενώ μέσα από τον ίδιο τον οικισμό περνά ο ποταμός Καρά-σου. Η γύρω περιοχή είναι ελώδης σε αρκετά σημεία, ενώ υπάρχουν και διάσπαρτοι βράχοι από πωρόλιθο. Η καλλιεργήσιμη γη ήταν σχετικά λίγη και τμήματά της αξιοποιούνταν ως χωράφια, αμπέλια και περιβόλια, ενώ υπήρχαν και αρκετά οπωροφόρα δέντρα, κυρίως βερικοκιές. Τέλος, στη γύρω περιοχή υπήρχαν αρκετά καλά βοσκοτόπια –μάλιστα σε κάποια κεφαλοχώρια της μαρτυρείται αρκετά αναπτυγμένη κτηνοτροφία –, ενώ μέρος της καλυπτόταν και από δάση. Δεν παραδίδεται κάποιο άλλο όνομα για τον οικισμό και όσοι συγγραφείς έχουν ασχοληθεί με την ιστορία του συμφωνούν ότι στην ίδια θέση βρίσκονταν τα αρχαία Γαρσάουρα και στη συνέχεια η Αρχελαΐς. Το Ακσεράι δηλαδή χτίστηκε το 12ο αιώνα σε θέση όπου προϋπήρχε αρχικά ρωμαϊκός και έπειτα βυζαντινός οικισμός.1 Ως διοικητικό και εμπορικό κέντρο της γύρω περιοχής κατά την Οθωμανική περίοδο είχε αρκετά δημόσια κτήρια: διοικητήριο, δικαστήριο και παράρτημα της Οθωμανικής Τράπεζας, καθώς και το Ζιντσιρλί μεντρεσέ (α΄ μισό 15ου αιώνα), καθώς και δύο μουσουλμανικά τεμένη, το Ουλού τζαμί (αρχές 15ου αιώνα) και το Κιζίλ τζαμί.2 Έως τα τέλη του 19ου αιώνα, μάλλον δεν υπήρχε μόνιμος ελληνορθόδοξος πληθυσμός στο Ακσεράι. Σ’ αυτό βέβαια δε συμφωνούν διάφορες τοπικές παραδόσεις, οι οποίες αναφέρουν την ύπαρξη ελληνορθόδοξου πληθυσμού και σε παλιότερες εποχές. Πάντως, ούτε οι ευρωπαϊκές ούτε οι ελληνικές διαθέσιμες πηγές αναφέρουν μόνιμους κατοίκους πριν από το 1875, οπότε και σχηματίστηκε η πρώτη ελληνορθόδοξη κοινότητα. Ως διοικητικό και εμπορικό κέντρο ο οικισμός προσέλκυσε εμπόρους από διάφορα μέρη της Καππαδοκίας, όπως η Καισάρεια, το Προκόπι (Ουργκιούπ), το Νέβσεχίρ, η Νίγδη, το Μπορ, το Γκέλβερι, η Αραβισός και το Τιρχίν. Αρχικά οι περισσότεροι έμεναν εκεί ορισμένους μόνο μήνες το χρόνο, ανάλογα με τις επαγγελματικές τους ανάγκες, και λίγοι είχαν εγκατασταθεί μόνιμα. Γύρω στο 1875 άρχισαν να φέρνουν στο νέο τόπο εγκατάστασής τους και τις οικογένειές τους, με αποτέλεσμα τη σταδιακή δημιουργία ελληνορθόδοξης κοινότητας. Οι νεοφερμένοι κατοικούσαν στο κέντρο του οικισμού σε χωριστή συνοικία.3 Εκτός από μουσουλμάνους, οι οποίοι ήταν και η πολυπληθέστερη θρησκευτική ομάδα, και τους ορθόδοξους χριστιανούς, στο Ακσεράι ζούσαν και αρκετοί Αρμένιοι. Σ’ αυτό το σημείο αξίζει να αναφερθεί ότι ελληνορθόδοξοι και Αρμένιοι διατηρούσαν ένα, κοινό και για τις δύο ομάδες, νεκροταφείο.4 Οι ελληνορθόδοξοι κάτοικοι, τουρκόφωνοι όλοι τους, υπολογίζονται σε 500 το 1905, χρονιά κατά την οποία ο συνολικός πληθυσμός του οικισμού ανερχόταν σε 6.650 κατοίκους.5 Δε λείπουν βέβαια και οι διαφορετικές εκτιμήσεις. Έτσι ο Φαρασόπουλος και ο Σαραντίδης κάνουν λόγο για περίπου 400 άτομα στα τέλη του 19ου αιώνα, ο Χριστόπουλος για 90-100 άτομα σε σύνολο 3.300 κατοίκων, ο Ανδρεάδης για 35 οικογένειες (χωρίς περισσότερα στοιχεία για τον αριθμό των ατόμων που συμπεριλάμβαναν). Αντίθετα, ο Λεοντόπουλος αναφέρει ότι στο Ακσεράι ζούσαν 45 ελληνορθόδοξες οικογένειες, όταν ο συνολικός πληθυσμός του οικισμού έφτανε τις 8.000 και ο Κοντογιάννης υποστηρίζει ότι όλοι οι κάτοικοι ανέρχονταν στις 2.500, χωρίς να κάνει λόγο για τον αριθμό των ελληνορθόδοξων. Οι ίδιοι οι πρόσφυγες βεβαιώνουν ότι κατά την εποχή της ανταλλαγής των πληθυσμών ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία στο Ακσεράι ζούσαν 48 ελληνορθόδοξες οικογένειες, οι οποίες συμπεριλάμβαναν 203 κατοίκους.6
2. Ιστορία
Το Ακσεράι ήταν έδρα διάφορων ηγεμόνων: Σελτζούκοι αρχικά και Καραμανίδες στη συνέχεια. Η επίκαιρη γεωγραφική του θέση συντέλεσε ώστε στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας να γίνει αξιόλογος συγκοινωνιακός κόμβος, σταθμός στρατιωτικών μετακινήσεων και κέντρο ανεφοδιασμού στη διάρκεια των πολέμων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά των Περσών, καθώς και κατά των διάφορων τοπαρχών και άτακτων στρατιωτικών σωμάτων που συχνά δημιουργούσαν αναστάτωση στην περιοχή. Σε όλη τη διάρκεια της περιόδου από το 16ο έως τις αρχές του 19ου αιώνα το Ακσεράι αντιμετώπιζε προβλήματα από την ανεξέλεγκτη δράση ντελήδων ή ντελημπάσηδων. Αναφέρονται επίσης και προβλήματα με ισχυρούς τοπάρχες, που στην περίπτωση του Ακσεράι μάλλον ήταν υποτελείς της ισχυρής οικογένειας των Τσαπάνογλου.7 Οι σχέσεις των μουσουλμάνων κατοίκων με τους νεοφερμένους, μετά το 1875, ορθόδοξους χριστιανούς ήταν μάλλον καλές σε περιόδους ειρήνης, ενώ διαταράσσονταν σε περιόδους κρίσης. Έτσι, για παράδειγμα, το 1916 οι μουσουλμάνοι οργάνωσαν δίμηνο μποϊκοτάζ στα καταστήματα των χριστιανών. Το ίδιο έκαναν και το 1922, όμως αυτή τη φορά ο αποκλεισμός διήρκεσε μόνο μία εβδομάδα. Θα ολοκληρώσουμε τη σύντομη αναφορά στην ιστορία της συγκεκριμένης κοινότητας, αναφέροντας ότι το Ακσεράι και η γύρω περιοχή έγιναν το 1921 τόπος εκτοπισμού ελληνορθόδοξων από τη Σπάρτη της Πισιδίας, το Αϊδίνι, την Αλικαρνασσό (Μποντρούμ) και το Ντενιζλί.8
3. Οικονομία
Tα αμμώδη εδάφη της πεδιάδας γύρω από το Ακσεράι ήταν κατάλληλα για την καλλιέργεια δημητριακών, κυρίως σιταριού, αλλά και κριθαριού και σίκαλης. Η περιοχή μάλιστα θεωρούνταν ένας από τους σιτοβολώνες της Τουρκίας. Επίσης καλλιεργούσαν όσπρια και λίγα λαχανικά σε μικρούς κήπους που συνήθως βρίσκονταν γύρω από τα σπίτια. Η αμπελοκαλλιέργεια ήταν πολύ περιορισμένη και το παραγόμενο κρασί μέτριας ποιότητας, που προοριζόταν για αυτοκατανάλωση, όπως και η παραγωγή των οπωροφόρων δέντρων, τα οποία συνήθως φυτεύονταν μέσα στα αμπέλια και στους κήπους. Σημαντικό προϊόν ήταν ο λιναρόσπορος, από τον οποίο παραγόταν λινέλαιο, ενώ τα υπολείμματα που προέκυπταν από τη διαδικασία αυτή χρησιμοποιούνταν ως ζωοτροφές. Η κτηνοτροφία ήταν αρκετά αναπτυγμένη, κυρίως ως οικόσιτη για την κάλυψη των διατροφικών αναγκών εκάστοτε οικογένειας, υπήρχαν όμως και κάποια μεγάλα κοπάδια. Επίσης, οι κάτοικοι ασχολούνταν με τη μελισσοκομία, χωρίς όμως αξιόλογα αποτελέσματα, και με την πτηνοτροφία ως οικιακή απασχόληση με στόχο την πώληση των παραγόμενων προϊόντων, κυρίως των αυγών. Τέλος, κάποια εισοδήματα προέρχονταν και από τη δενδροκομία, κυρίως από την παραγωγή ξυλείας από λεύκες, το ξύλο των οποίων χρησιμοποιήθηκε ως πρώτη ύλη από την ξυλουργική βιοτεχνία που αναπτύχθηκε στην περιοχή του Ακσεράι και του Χαλβάντερε. Η γεωργία και η κτηνοτροφία δεν αποτελούσαν την κύρια απασχόληση των χριστιανών κατοίκων του Ακσεράι, οι οποίοι από την αρχή της εγκατάστασής τους εκεί ασχολούνταν κατά κύριο λόγο με τη βιοτεχνία και το εμπόριο. Στις πηγές γίνεται λόγος για τσαγκάρηδες, αρτοποιούς, αγγειοπλάστες και μυλωνάδες. Αναφέρεται επίσης και οικοτεχνική παραγωγή μάλλινων φανελών και καλτσών που κατασκευάζονταν από γυναίκες. Οι έμποροι, ανάλογα με το εύρος των δραστηριοτήτων τους, χωρίζονταν σε δύο κατηγορίες. Η μία κατηγορία αφορούσε αυτούς που, είτε στα καταστήματά τους είτε ως γυρολόγοι και στα παζάρια (τα εβδομαδιαία και το μεγάλο που διαρκούσε από 15 Μαΐου έως 15 Ιουλίου), κάλυπταν τις ανάγκες της τοπικής αγοράς. Η δεύτερη περίπτωση περιλάμβανε εκείνους που διοχέτευαν τα προϊόντα της περιοχής σε μεγάλες αγορές, όπως της Μερσίνας, της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης. Επρόκειτο για σιτέμπορους, που συγκέντρωναν τη δεκάτη των σιτηρών ολόκληρης της περιφέρειας του Ακσεράι, για δερματέμπορους, για εμπόρους μαλλιού και κιλιμιών. Τέλος, στο Ακσεράι είχε δημιουργηθεί μία παροικία χριστιανών από τα Φλοϊτά, την Αξό, το Μπορ και τον Τροχό, οι οποίοι εποχιακά μετανάστευαν εκεί και απασχολούνταν σε αγροτικές εργασίες το καλοκαίρι, καθώς και στους μάγγανους, στα καμίνια και στους μύλους.9
4. Διοικητικό καθεστώς
Μέχρι το 1917 το Ακσεράι ήταν έδρα καϊμακαμλικιού, το οποίο υπαγόταν στο μουτεσαριφλίκι της Νίγδης και στο βιλαέτι του Ικονίου. Το 1917 προήχθη σε σαντζάκι του βιλαετίου Ικονίου και διατήρησε αυτό το καθεστώς μέχρι το 1922, οπότε και αναβαθμίστηκε σε νομό.10
Ο περιορισμένος βαθμός ανάπτυξης της κοινοτικής αυτοδιοίκησης σε σύγκριση με άλλες σύγχρονες κοινότητες της περιοχής καθορίζεται από δύο παραμέτρους: πρώτον, από την καθυστερημένη χρονικά μόνιμη εγκατάσταση χριστιανικού πληθυσμού, που έλαβε χώρα μόλις το 1875, γεγονός που σημαίνει ότι μέχρι και την ανταλλαγή των πληθυσμών η κοινότητα του Ακσεράι μετρούσε μόλις 49 χρόνια ζωής, και δεύτερον, από το μικρό πληθυσμό της κοινότητας. Όποια από τις σχετικές εκτιμήσεις και αν δεχτούμε, η ελληνορθόδοξη κοινότητα αντιπροσώπευε μικρό ποσοστό του συνολικού πληθυσμού του Ακσεράι, ο οποίος στην πλειονότητά του παρέμεινε μουσουλμανικός. Είναι επομένως λογικό ότι η ελληνορθόδοξη κοινότητα δεν ήταν ποτέ δυνατό να αποκτήσει έλεγχο του χώρου αντίστοιχο με εκείνον που θα είχε αν ήταν η κυρίαρχη πληθυσμιακή ομάδα. Στο πλαίσιο της ελληνορθόδοξης κοινότητας υπήρχε εκκλησιαστικό ταμείο, το οποίο ελεγχόταν από τριμελές διοικητικό συμβούλιο, και εφορευτική επιτροπή, που ήταν υπεύθυνη για την επίβλεψη και έγκριση των εξόδων. Η κοινότητα συντηρούσε τον ιερέα και το δάσκαλο με πόρους προερχόμενους από ορισμένα κοινοτικά καταστήματα, τα οποία βρίσκονταν δίπλα στην εκκλησία.
5. Θρησκεία
Το Ακσεράι εκκλησιαστικά υπαγόταν στη μητρόπολη Καισαρείας με έδρα τη Νίγδη. Οι ολιγάριθμοι ορθόδοξοι χριστιανοί αρχικά δεν είχαν δικό τους, οργανωμένο ναό. Σύμφωνα με πληροφορίες, τελούσαν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα σε κάποιο σπίτι. Μόλις το 1908 συγκρότησαν ερανική επιτροπή, με στόχο τη συλλογή χρημάτων για την ανέγερση ναού. Η κατασκευή του ναού, ο οποίος ήταν αφιερωμένος στους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη, ολοκληρώθηκε το 1913.
6. Εκπαίδευση
Χρονική καθυστέρηση παρατηρήθηκε και ως προς την οργάνωση της εκπαίδευσης, η οποία οφείλεται στους ίδιους παράγοντες που καθόρισαν και το επίπεδο ανάπτυξης της κοινότητας. Το 1905 στο Ακσεράι λειτουργούσε αρρεναγωγείο με 2 τάξεις, στο οποίο δίδασκε ένας δάσκαλος και φοιτούσαν 30 μαθητές.11 Σύμφωνα με άλλες πληροφορίες το σχολείο του Ακσεράι ήταν μεικτό τετρατάξιο δημοτικό, στο οποίο φοιτούσαν περίπου 40 μαθητές,12 ενώ έχει υποστηριχτεί και η άποψη που το θέλει επτατάξιο.13 Σχολικό κτήριο δεν υπήρχε μέχρι το 1915. Τότε, μέσω κληρονομιάς, περιήλθε στην κοινότητα ένα σπίτι 5 δωματίων, το οποίο και στέγασε το σχολείο. Τα 2 δωμάτια χρησιμοποιήθηκαν ως αίθουσες διδασκαλίας και τα υπόλοιπα ως κατοικία του δασκάλου.
1. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 157· Ασβεστή, Μ., Επαγγελματικές ασχολίες των Ελλήνων της Καππαδοκίας (Αθήνα 1980), σελ. 24· Φαρασόπουλος, Σ., Τα Σύλατα: Μελέτη του νομού Ικονίου υπό γεωγραφικήν, φιλολογικήν και εθνολογικήν έποψιν (Αθήνα 1895), σελ. 75· Χριστόπουλος, Μ., Αι εις τας μητροπόλεις Καισαρείας και Ικονίου υπαγόμεναι ελληνορθόδοξοι κοινότητες (δακτυλογραφημένο χειρόγραφο, ΚΜΣ, ΚΑΠΠ 45, Χανιά 1939), σελ. 71· Καρατζά, Ε., Καππαδοκία: Ο τελευταίος ελληνισμός της περιφέρειας Ακσεράι-Γκέλβερι (Καρβάλης), Εκδόσεις Γνώση (Αθήνα 1985), σελ. 20-21. 2. Καρατζά, Ε., Καππαδοκία: Ο τελευταίος ελληνισμός της περιφέρειας Ακσεράι-Γκέλβερι (Καρβάλης), Εκδόσεις Γνώση (Αθήνα 1985), σελ. 20-22. 3. Λεοντόπουλος, Α., Το Ακσεράι (δακτυλογραφημένο χειρόγραφο, ΚΜΣ, ΚΑΠΠ 10, Αθήνα 1950), σελ. 51· Ανδρεάδης, Α., Η Καρβάλη, 1918-1922 (δακτυλογραφημένο χειρόγραφο, ΚΜΣ, ΚΑΠΠ 11), σελ. 16-17· Χριστόπουλος, Μ., Αι εις τας μητροπόλεις Καισαρείας και Ικονίου υπαγόμεναι ελληνορθόδοξοι κοινότητες (Χανιά 1939), σελ. 71· Σαραντίδης, Α.Ι., Η Σινασός ήτοι θέσις, ιστορία, ηθική και διανοητική κατάστασις, ήθη, έθιμα και γλώσσα της εν Καππαδοκία κωμοπόλεως Σινασού (Αθήνα 1899), σελ. 123· Καρατζά, Ε., Καππαδοκία: Ο τελευταίος ελληνισμός της περιφέρειας Ακσεράι-Γκέλβερι (Καρβάλης), Εκδόσεις Γνώση (Αθήνα 1985), σελ. 24-25. 4. Λεοντόπουλος, Α., Το Ακσεράι (δακτυλογραφημένο χειρόγραφο, ΚΜΣ, ΚΑΠΠ 10, Αθήνα 1950). 5. «Στατιστική της επαρχίας Ικονίου», Ξενοφάνης 3 (1905), σελ. 46. 6. Φαρασόπουλος, Σ., Τα Σύλατα: Μελέτη του νομού Ικονίου υπό γεωγραφικήν, φιλολογικήν και εθνολογικήν έποψιν (Αθήνα 1895), σελ. 75· Σαραντίδης, Α.Ι., Η Σινασός ήτοι θέσις, ιστορία, ηθική και διανοητική κατάστασις, ήθη, έθιμα και γλώσσα της εν Καππαδοκία κωμοπόλεως Σινασού (Αθήνα 1899), σελ. 126· Χριστόπουλος, Μ., Αι εις τα μητροπόλεις Καισαρείας και Ικονίου υπαγόμεναι ελληνορθόδοξοι κοινότητες (Χανιά 1939), σελ. 71· Ανδρεάδης, Α., Η Καρβάλη, 1918-1922 (δακτυλογραφημένο χειρόγραφο, ΚΜΣ, ΚΑΠΠ 11), σελ. 17· Λεοντόπουλος, Α., Το Ακσεράι (δακτυλογραφημένο χειρόγραφο, ΚΜΣ, ΚΑΠΠ 10, Αθήνα 1950), σελ. 4· Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 157· Πετρόπουλος, Δ. – Ανδρεάδης, Ε., Η θρησκευτική ζωή στην περιφέρεια Ακσεράι-Γκέλβερι (Αθήνα 1971), σελ. 86-87. 7. Καρατζά, Ε., Καππαδοκία: Ο τελευταίος ελληνισμός της περιφέρειας Ακσεράι-Γκέλβερι (Καρβάλης), Εκδόσεις Γνώση (Αθήνα 1985), σελ. 20-21, 141-144. 8. Καρατζά, Ε., Καππαδοκία: Ο τελευταίος ελληνισμός της περιφέρειας Ακσεράι-Γκέλβερι (Καρβάλης), Εκδόσεις Γνώση (Αθήνα 1985), σελ. 302-304. 9. Ασβεστή, Μ., Επαγγελματικές ασχολίες των Ελλήνων της Καππαδοκίας (Αθήνα 1980), σελ. 24-28· Καρατζά, Ε., Καππαδοκία: Ο τελευταίος ελληνισμός της περιφέρειας Ακσεράι-Γκέλβερι (Καρβάλης), Εκδόσεις Γνώση (Αθήνα 1985), σελ. 254-258. 10. Λεοντόπουλος, Α., Το Ακσεράι (δακτυλογραφημένο χειρόγραφο, ΚΜΣ, ΚΑΠΠ 10, Αθήνα 1950), σελ. 12-13· Καρατζά, Ε., Καππαδοκία: Ο τελευταίος ελληνισμός της περιφέρειας Ακσεράι-Γκέλβερι (Καρβάλης), Εκδόσεις Γνώση (Αθήνα 1985), σελ. 207 11. «Στατιστική της Επαρχίας Ικονίου», Ξενοφάνης 3 (1905), σελ. 46. 12. Ανδρεάδης, Α., Η Καρβάλη, 1918-1922 (δακτυλογραφημένο χειρόγραφο, ΚΜΣ, ΚΑΠΠ 11), σελ. 16-17· Χριστόπουλος, Μ., Αι εις τα μητροπόλεις Καισαρείας και Ικονίου υπαγόμεναι ελληνορθόδοξοι κοινότητες (Χανιά 1939), σελ. 71. 13. Λεοντόπουλος, Α., Καππαδοκία: Ο τελευταίος ελληνισμός της περιφέρειας Ακσεράι-Γκέλβερι (Καρβάλης), Εκδόσεις Γνώση (Αθήνα 1985), σελ. 53.
|
|
|