Ατταλιδικό Ανάθημα, Μεγάλο

1. Ιστορικό πλαίσιο

Κατά τη διάρκεια του 3ου αι. π.Χ. μεταναστευτικά φύλα Κελτών έπληξαν τόσο τον κύριο κορμό της Ελλάδας όσο και τη βορειοδυτική Μικρά Ασία. Στην Ελλάδα οι επιδρομές τους αποτέλεσαν σποραδικά επεισόδια, στη Μικρά Ασία όμως η παρουσία τους πήρε τη μορφή κανονικής εγκατάστασης, στην περιοχή που στη συνέχεια κατέληξε να ονομάζεται Γαλατία. Οι Γαλάτες, όπως αποκαλούνταν τα φύλα αυτά από τους Έλληνες, παρέμεναν ειρηνικοί στην περιοχή τους στο βαθμό που τα γειτονικά κράτη της Μικράς Ασίας τούς πλήρωναν ετήσια λύτρα. Σε αντίθετη περίπτωση, λυμαίνονταν τη γη τους και αποτελούσαν εστίες κινδύνου και ανασφάλειας για τους γύρω κατοίκους. Ένα από τα γειτονικά κράτη ήταν και το ανερχόμενο βασίλειο της Περγάμου, στο οποίο κυβερνούσε ο Άτταλος Α΄ (241-197 π.Χ.), υιοθετημένος γιος του Ευμένη Α΄ (263-241 π.Χ.). Ο Άτταλος Α΄ σύντομα συνειδητοποίησε πως η Πέργαμος μπορούσε να παίξει το σημαντικό ρόλο που επιδίωκε στον ελληνιστικό κόσμο μόνο αν ανέτρεπε τα δεδομένα αυτά. Άλλωστε η υποταγή των Γαλατών ήταν το προοίμιο για την αποφασιστικότερη αναμέτρηση με τους παραδοσιακούς εχθρούς της Περγάμου, τους Σελευκίδες, οι οποίοι συμμαχούσαν με τους βάρβαρους, όποτε τα συμφέροντά τους το επέτρεπαν.

Όταν ο Άτταλος αρνήθηκε να πληρώσει το φόρο στους Γαλάτες, δέχτηκε επίθεση από το γαλατικό φύλο των Τολιστοβογίων, μάλλον το 233 π.Χ., στον Κάικο ποταμό. Στη μάχη που ακολούθησε βγήκε νικητής. Οι Γαλάτες συμμάχησαν τότε με τον Αντίοχο Ιέρακα των Σελευκιδών και επιτέθηκαν μαζί του εκ νέου στον Άτταλο Α΄, γύρω στο 229-228 π.Χ. Αυτός φάνηκε αρχικά να υποχωρεί, στη συνέχεια όμως ανασυγκροτήθηκε και νίκησε τον Ιέρακα σε τρεις διαδοχικές μάχες. Οι νίκες αυτές κατέστησαν τον Άτταλο απόλυτο κυρίαρχο στο μεγαλύτερο μέρος της σελευκικής Μικράς Ασίας βόρεια της Κιλικίας.

Ο Άτταλος θέλησε να υπογραμμίσει τους θριάμβους του τόσο σε πολιτικό όσο και σε πολιτιστικό επίπεδο. Κατ' αρχάς πήρε, πρώτος αυτός από όλους τους Περγαμηνούς άρχοντες, τον τίτλο βασιλεύς. Στη συνέχεια αφιέρωσε διάφορα επινίκια μνημεία στην Ακρόπολη της Περγάμου, που έφεραν την πόλη στην πρωτοπορία της καλλιτεχνικής παραγωγής στον ελληνικό κόσμο των τελευταίων δεκαετιών του 3ου αι. π.Χ. Το ανάθημα του Αττάλου στην Ακρόπολη της Περγάμου, που μνημονεύει την ήττα των Γαλατών, είναι γνωστό ως Μεγάλο Ατταλιδικό Ανάθημα, για να ξεχωρίζει από το αντίστοιχο πολυπρόσωπο σύνολο χάλκινων γλυπτών με μορφές Γαλατών που αφιερώθηκε στην Ακρόπολη των Αθηνών, γνωστό ως Μικρό Ατταλιδικό Ανάθημα και άλλα αντίστοιχα στη Δήλο και αλλού.1

2. Πηγές και αρχαιολογικά δεδομένα

Κανένα γλυπτό από το Μεγάλο Ατταλιδικό Ανάθημα δε μας σώθηκε στο πρωτότυπο, οι πηγές ωστόσο αναφέρουν ονόματα καλλιτεχνών που θα μπορούσαν να σχετίζονται με τη δημιουργία του. Έτσι, ο Πλίνιος2 αναφέρει ότι «πολλοί καλλιτέχνες αναπαράστησαν τις μάχες του Αττάλου και του Ευμένη εναντίον των Γαλατών: ο Ισόγονος, ο Πυρόμαχος, ο Στρατόνικος και ο Αντίγονος, ο οποίος έγραψε πραγματείες για την τέχνη του».3 Ο καλλιτέχνης πάντως που εμφανίζεται σε επιγραφές της εποχής αυτής από την Ακρόπολη της Περγάμου και του οποίου το όνομα συνδέθηκε περισσότερο από κάθε άλλου με τα ατταλιδικά αναθήματα είναι ένας ντόπιος Περγαμηνός γλύπτης, ο Επίγονος, γιος του Χαρίου, που αναφέρεται επίσης από τον Πλίνιο σε άλλο χωρίο.4 Σύμφωνα με την πιθανότερη εκδοχή, κάτω από τη δική του εποπτεία εργάστηκε μια ομάδα επιφανών γλυπτών και έθεσε τις βάσεις για την τεχνοτροπία που σήμερα ονομάζεται ελληνιστικό μπαρόκ, σκιαγραφώντας έτσι τις ρηξικέλευθες τομές του περίφημου Βωμού της Περγάμου μερικές δεκαετίες αργότερα.5

Σύμφωνα με τις μέχρι τώρα έρευνες, τρεις βάσεις για αγάλματα, από τις οποίες τμήματα ήρθαν στο φως κατά τις ανασκαφές, μπορούν να σχετιστούν με τη θεματολογία του θριάμβου πάνω στους βάρβαρους στην Ακρόπολη της Περγάμου:

Η πρώτη είναι μια στρογγυλή βάση διαμέτρου 3,15 μ. και αρχικού ύψους 2,5 μ., στο κέντρο περίπου του ιερού της Αθηνάς, η οποία αρχικά έφερε την επιγραφή: «Ο βασιλιάς Άτταλος, που νίκησε σε μάχη τους Τολιστοβογίους Γαλάτες γύρω από τις πηγές του Καΐκου ποταμού, το αφιερώνει αυτό στην Αθηνά για να την ευχαριστήσει». Η βάση είχε ξαναχρησιμοποιηθεί στη Ρωμαϊκή εποχή και έφερε το άγαλμα κάποιου Ρωμαίου αυτοκράτορα.

Στη συνέχεια μια δεύτερη, ορθογώνια μακρόστενη βάση, με ύψος γύρω στο 1 μ. και μήκος 2,36 μ., που πρέπει αρχικά να είχε ανεγερθεί στη νότια πλευρά του ίδιου τεμένους και φέρει την επιγραφή: «Για το βασιλιά Άτταλο, ο Επιγένης και οι αξιωματούχοι και οι στρατιώτες, εκείνοι που πολέμησαν μαζί στις μάχες εναντίον των Γαλατών και του Αντιόχου [αφιερώνουν] τα έργα του Επιγόνου στο Δία και την Αθηνά για να τους ευχαριστήσουν». Επομένως δεν είναι μόνο ο Άτταλος που αφιερώνει γλυπτά σύνολα με Γαλάτες στην Ακρόπολη· και ο ίδιος ο στρατός του, με επικεφαλής το γνωστό στρατηγό Επιγένη, προσφέρει έργο του γλύπτη Επιγόνου για να τιμήσει το βασιλιά του.

Μία τρίτη, τέλος, επιμήκης βάση, ύψους περίπου 1 μ. και μήκους πάνω από 19 μ., προέρχεται επίσης από τη νότια πλευρά του τεμένους. Η μακρά πρόσοψή της ήταν χωρισμένη με εγχαράξεις σε οκτώ τμήματα που έφεραν ξεχωριστές επιγραφές ανάλογα με τις μάχες που παράσταιναν, τα οποία σώζονται αποσπασματικά. Άρα σε καθένα από τα τμήματα αυτά αντιστοιχούσε μία ομάδα γλυπτών που θα απεικόνιζε σχετική σκηνή. Σπαράγματα μιας επιγραφής με μεγαλύτερα γράμματα στην μπροστινή πλευρά αφήνουν να υποτεθεί κι εδώ ως πιθανός δημιουργός του γλυπτού συνόλου ο Επίγονος. Η βάση αυτή, λόγω του μεγέθους της αλλά και της κατάτμησής της σε τμήματα που θα μπορούσαν να αναπαριστούν όλες τις μάχες του Αττάλου από το 233 έως το 223 π.Χ., θεωρήθηκε η βασικότερη υποψήφια για το Μεγάλο Ατταλιδικό Ανάθημα. Και οι τρεις βάσεις, όπως φαίνεται από τις οπές στερέωσης στο πάνω τμήμα τους, προορίζονταν για χάλκινα έργα.

3. Ρωμαϊκά αντίγραφα

Παρόλο που τα πρωτότυπα αγάλματα έχουν χαθεί, μια σειρά μαρμάρινων ρωμαϊκών αντιγράφων6 που απεικονίζουν Γαλάτες ή και άλλους βάρβαρους, οι οποίοι θα επάνδρωναν σίγουρα το στρατό των Σελευκιδών, έχουν πειστικά αποδειχθεί ότι σχετίζονται με το μεγάλο ατταλιδικό ανάθημα.

Το γνωστότερο από αυτά είναι ο Θνήσκων Γαλάτης στο Μουσείο του Καπιτωλίου στη Ρώμη.7 Πάνω σε μια χαμηλή ελλειψοειδή βάση παριστάνεται πεσμένη μια ρωμαλέα ανδρική μορφή σε μέγεθος λίγο μεγαλύτερο του φυσικού. Τα ανακατωμένα μαλλιά του οδηγούν στην ταύτισή του με βάρβαρο, ενώ το ιδιόμορφο στριφτό περιδέραιο αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα των Γαλατών. Το μουστάκι του άνδρα δηλώνει ότι πρόκειται για ευγενή Γαλάτη.8 Η μορφή είναι θανάσιμα πληγωμένη κάτω από το αριστερό στήθος. Ο κορμός συστρέφεται έντονα και στηρίζεται με το δεξί χέρι πάνω στο έδαφος, ενώ τριγύρω του βρίσκονται πεσμένα η πέλτη,9 το σπαθί και η σάλπιγγά του. Εντύπωση προκαλεί το πάθος αλλά και η αξιοπρέπεια που αποπνέει η μορφή, στοιχείο πρωτόγνωρο μέχρι στιγμής στην απεικόνιση βαρβάρων. Το δράμα του Γαλάτη εμπνέει σεβασμό στο θεατή. Πρόκειται για ένα καλλιτεχνικό τέχνασμα που τονίζει έμμεσα αλλά δραστικά τη νίκη του Αττάλου πάνω σε έναν τόσο υπολογίσιμο εχθρό, καθιστώντας την ακόμα πιο μεγαλειώδη.

Περισσότερο δραματικό είναι το σύμπλεγμα του Γαλάτη με τη γυναίκα του10 στο Μουσείο των Θερμών στη Ρώμη. Προκειμένου να πιαστούν αιχμάλωτοι, οι Γαλάτες ευγενείς επιλέγουν το θάνατο. Η γυναίκα έχει ήδη καταρρεύσει νεκρή στο πλευρό του άντρα της, μετά το μοιραίο πλήγμα που της έδωσε αυτός με το ξίφος του. Τώρα, κι ενώ κρατά ακόμα τη γυναίκα του από το μπράτσο, ετοιμάζεται να αυτοκτονήσει και ο ίδιος, διαπερνώντας με το ξίφος του το στήθος του. Στο στραμμένο στην άλλη πλευρά αποφασισμένο του πρόσωπο κορυφώνεται η εκρηκτική δύναμη και το πάθος που απορρέει από τους μύες όλου του σώματός του – χαρακτηριστικά που θα βρουν την πιο ολοκληρωμένη τους έκφραση αργότερα στο Βωμό της Περγάμου και θα συνδεθούν άρρηκτα με την καλλιτεχνική παραγωγή της πόλης.

Ένα τρίτο άγαλμα που σχετίστηκε συχνά λόγω της κλίμακας, του στιλ και του θέματός του με το Μεγάλο Ατταλιδικό Ανάθημα είναι η κεφαλή του Γαλάτη Chiaramonti11 στο Βατικανό. Στο λαιμό του διακρίνονται ίχνη του γνωστού περιδεραίου, ενώ το μισάνοιχτο στόμα, τα φουντωτά μαλλιά με τη γενειάδα και η γεμάτη ένταση έκφραση συνάδει με την περγαμηνή τέχνη της εποχής.

Σχετική με το θέμα φαίνεται να είναι και μια κεφαλή Ιρανού12 στο Μουσείο Θερμών, καθώς ο στρατός των Σελευκιδών ήταν φυσικό να επανδρώνεται και με Πέρσες, που θα απεικονίζονταν στο μνημείο. Η ταύτισή του ως Πέρση γίνεται από τη χαρακτηριστική τιάρα που καλύπτει το κεφάλι. Τα μισόκλειστα μάτια του φανερώνουν ότι είναι ετοιμοθάνατος.

Τέλος ένας κορμός στη Δρέσδη13 φαίνεται να μοιάζει πολύ στις ανατομικές λεπτομέρειες και τη σύνθεση με το θνήσκοντα Γαλάτη και προέρχεται κατά πάσα πιθανότητα από το ίδιο ανάθημα.

4. Αναπαράσταση του Μεγάλου Ατταλιδικού Αναθήματος

Δεν είναι βέβαιη η ακριβής εικόνα που έδινε το Μεγάλο Ατταλιδικό Ανάθημα στην Ακρόπολη της Περγάμου. Ακόμα και η άποψη ότι τα πρωτότυπα των παραπάνω γλυπτών ανήκαν στη βάση του Αττάλου και όχι στις άλλες δύο δεν μπορεί να αποδειχθεί αδιάσειστα. Σύμφωνα με μια πρόταση, στην επιμήκη βάση δεν παριστάνονταν καθόλου οι νικητές, αλλά σε κάθε κάθετο διαχωρισμό της βάσης με τις επιγραφές αντιστοιχούσε ένας βάρβαρος ή ένα σύμπλεγμα βαρβάρων (Θνήσκων Γαλάτης, Γαλάτης και η γυναίκα του).14 Άλλοι υποστηρίζουν ότι η βάση του Αττάλου αφορούσε μόνο Γαλάτες και όχι Πέρσες ή άλλους βάρβαρους.15 Μια άλλη θεωρία16 τοποθετεί στο κέντρο της στρογγυλής βάσης το Γαλάτη και τη γυναίκα του και περιμετρικά τριγύρω του το Θνήσκοντα Γαλάτη και υποθετικές μορφές με παρόμοια σύνθεση.

Στη στρογγυλή βάση είχε τοποθετηθεί στην Αυτοκρατορική περίοδο το κολοσσικό άγαλμα κάποιου αυτοκράτορα. Πιθανότερο είναι πάντως ο αυτοκράτορας να αντικατέστησε κάποιο αντίστοιχο άγαλμα της Αθηνάς
17 και όχι την παραπάνω προτεινόμενη σύνθεση, η οποία δε θα μπορούσε να γίνεται ορατή στις λεπτομέρειές της σε τόσο μεγάλο ύψος.




1. Βλ. Pollitt, J.J., Η τέχνη στην ελληνιστική εποχή (Αθήνα 1994) [Art in the Hellenistic Age (Cambridge 1986)], σελ. 119-122.

2. Πλίν., ΦΙ 34.84.

3. Οι περισσότεροι από αυτούς τους καλλιτέχνες είναι γνωστοί τόσο από άλλες φιλολογικές πηγές όσο και από επιγραφές που βεβαιώνουν την περίοδο δράσης τους στον ύστερο 3ο αι. π.Χ. Μόνο ο Ισόγονος είναι άγνωστος κατά τ’ άλλα.

4. Πλίν., ΦΙ 34.88.

5. Σύμφωνα με το Michaelis, Α., Der Schöpfer der attalischen Kampfgruppen (JdI 8, Berlin 1893), σελ. 131-134 το όνομα του Επιγόνου θα πρέπει να αλλοιώθηκε στα χειρόγραφα και να μετατράπηκε σε Ισόγονος. Βλ. και Künzl, E., Die Kelten des Epigonos von Pergamon (Würzburg 1971), σελ. 33-39· Pollitt, J.J., Η τέχνη στην ελληνιστική εποχή (Αθήνα 1994) [Art in the Hellenistic Age (Cambridge 1986)], σελ. 122-124· Ridgway, B.S., Hellenistic Sculpture I (Winsconsin 1990), σελ. 285· Schober, A., Epigonos von Pergamon und die frühergamenische Kunst (JdI 53, Berlin 1938), σελ. 126-132· Wenning, R., Die Galateranatheme Attalos I (Berlin 1978), σελ. 42-47· Stewart, A., Greek Sculpture (New Haven, London 1990), σελ. 301-302.

6. Δεν επικρατεί ομοφωνία για τη χρονολόγηση των αντιγράφων. Ο Künzl [Künzl, E., Die Kelten des Epigonos von Pergamon (Würzburg 1971), σελ. 2-5] προτείνει την εποχή λίγο πριν από τον αυτοκράτορα Τραϊανό (λίγο πριν από το 100 μ.Χ.), ενώ ο Wenning αντίθετα [Wenning, R., Die Galateranatheme Attalos I (Berlin 1978), σελ. 1] θεωρεί πιθανότερο να κατασκευάστηκαν την εποχή του Αδριανού (117-138 μ.Χ.) ή λίγο μεταγενέστερα.

7. Ο Πλίνιος (ΦΙ 34.88) αναφέρεται σε δύο έργα του Επιγόνου, ένα Σαλπιγκτή και ένα Νήπιο που χαϊδεύει τη σκοτωμένη μάνα του. Ο Σαλπιγκτής ταυτίστηκε με πειστική επιχειρηματολογία με το Θνήσκοντα Γαλάτη του Καπιτωλίου, από την ιδιόμορφη σάλπιγγα που είναι πεσμένη δίπλα του, αφού ο Διόδωρος (Διόδ. 5.30.3) αναφέρει ότι οι Γαλάτες πήγαιναν στη μάχη με σάλπιγγες. Σχετικά με το Θνήσκοντα Γαλάτη βλ. ενδεικτικά Künzl, E., Die Kelten des Epigonos von Pergamon (Würzburg 1971), σελ. 6-7· Pollitt, J.J., Η τέχνη στην ελληνιστική εποχή (Αθήνα 1994) [Art in the Hellenistic Age (Cambridge 1986)], σελ. 126-128· Ridgway, B.S., Hellenistic Sculpture I (Winsconsin 1990), σελ. 284· Wenning, R., Die Galateranatheme Attalos I (Berlin 1978), σελ. 2-5· Stewart, A., Greek Sculpture (New Haven, London 1990), σελ. 205-206.

8. Διόδ. 5.28.1-3: Οι ευγενείς Γαλάτες ξύριζαν συνήθως τα γένια τους, ενώ οι απλοί πολεμιστές είχαν μετρίου μήκους γενειάδα.

9. Πέλτη: μικρή, ελαφριά ασπίδα, ελλειψοειδής ή οκτάσχημη. Συχνά καλυπτόταν με δέρμα. Αρχικά χρησιμοποιούνταν από βάρβαρους πολεμιστές, στη συνέχεια υιοθετήθηκε και από τους Έλληνες (πελταστές) και τους Ρωμαίους.

10. Βλ. ενδεικτικά Künzl, E., Die Kelten des Epigonos von Pergamon (Würzburg 1971), σελ. 7-9· Pollitt, J.J., Η τέχνη στην ελληνιστική εποχή (Αθήνα 1994) [Art in the Hellenistic Age (Cambridge 1986)], σελ. 126-128· Ridgway, B.S., Hellenistic Sculpture I (Winsconsin 1990), σελ. 284· Wenning, R., Die Galateranatheme Attalos I (Berlin 1978), σελ. 5-8· Stewart, A., Greek Sculpture (New Haven, London 1990), σελ. 206.

11. Βλ. ενδεικτικά Künzl, E., Die Kelten des Epigonos von Pergamon (Würzburg 1971), σελ. 10· Pollitt, J.J., Η τέχνη στην ελληνιστική εποχή (Αθήνα 1994) [Art in the Hellenistic Age (Cambridge 1986)], σελ. 128· Wenning, R., Die Galateranatheme Attalos I (Berlin 1978), σελ. 14-16.

12. Βλ. ενδεικτικά Künzl, E., Die Kelten des Epigonos von Pergamon (Würzburg 1971), σελ. 10-11· Pollitt, J.J., Η τέχνη στην ελληνιστική εποχή (Αθήνα 1994) [Art in the Hellenistic Age (Cambridge 1986)], σελ. 128· Stewart, A., Greek Sculpture (New Haven, London 1990), σελ. 206.

13. Βλ. ενδεικτικά Künzl, E., Die Kelten des Epigonos von Pergamon (Würzburg 1971), σελ. 7-9· Pollitt, J.J., Η τέχνη στην ελληνιστική εποχή (Αθήνα 1994) [Art in the Hellenistic Age (Cambridge 1986)], σελ. 126-128· Ridgway, B.S., Hellenistic Sculpture I (Winsconsin 1990), σελ. 284· Wenning, R., Die Galateranatheme Attalos I (Berlin 1978), σελ. 5-8· Stewart, A., Greek Sculpture (New Haven, London 1990), σελ. 206.

14. Künzl, E., Die Kelten des Epigonos von Pergamon (Würzburg 1971), σελ. 24-30. Ο Künzl αποκλείει την κεφαλή Chiaramonti από τη βάση του Αττάλου και τη μεταφέρει στη βάση του Επιγένη και του στρατού. Η αιτιολόγηση είναι πως η κεφαλή αυτή έχει μια έντονη κάμψη προς τα πίσω που δικαιολογείται μόνο αν κάποιος αντίπαλος –νικητής στην περίπτωσή μας– τον έχει αρπάξει από τα μαλλιά.

15. Wenning, R., Die Galateranatheme Attalos I (Berlin 1978), σελ. 5-11, 17-18. Για το λόγο αυτό αποκλείει την κεφαλή του Ιρανού από την επιμήκη βάση, ενώ παράλληλα δε θεωρεί ούτε και τη σύνθεση του Θνήσκοντος Γαλάτη κατάλληλη για τη βάση αυτή.

16. Schober, A., “Das Gallierdenkmal Attalos I in Pergamon”, Mitteilungen des deutschen Archäologischen Instituts, Römische Abteilung 51 (1936), σελ. 104-124.

17. Künzl, E., Die Kelten des Epigonos von Pergamon (Würzburg 1971), σελ. 22.