Δοιδάλσας ή Δαίδαλος

1. Εισαγωγή – απόδοση έργων

Ο Δοιδάλσας ή Δοιδάλσης είναι γλύπτης από τη Βιθυνία που έδρασε στα μέσα του 3ου αι. π.Χ. και πιθανόν φιλοτέχνησε το λατρευτικό άγαλμα του Διός Στρατίου στη Νικομήδεια της Βιθυνίας. Το μόνο βέβαιο έργο του όμως είναι ένα άγαλμα Αφροδίτης Λουομένης, το οποίο τον έκανε διάσημο. Πιστεύεται πως ήταν μέλος της σχολής του Λυσίππου και επίσημος γλύπτης της αυλής του βασιλιά της Βιθυνίας, Νικομήδη Α΄ (279-255 π.Χ.).

Η ύπαρξή του ωστόσο αμφισβητείται βάσιμα από τη σύγχρονη έρευνα. Το «Δοιδάλσας» ή «Δοιδάλσης» φαίνεται ότι ήταν βιθυνικό όνομα.1 Ο Πλίνιος ο πρεσβύτερος2 αναφέρει ένα άγαλμα Αφροδίτης Λουομένης στην Οκταβία Στοά στη Ρώμη, έργο ενός καλλιτέχνη που το όνομά του ήταν ίσως «Δοιδάλσας», αν και η ανάγνωση του κειμένου του Πλινίου σε αυτό το σημείο είναι προβληματική.3 Έχει υποστηριχθεί εξάλλου ότι πρέπει να διαβαστεί επίσης ως «Δοιδάλσας» το όνομα «Δαίδαλος» που έχει δοθεί από βυζαντινές πηγές4 στο γλύπτη που φιλοτέχνησε για λογαριασμό του βασιλιά της Βιθυνίας Νικομήδη Α΄ ένα χάλκινο άγαλμα του Διός Στρατίου με την ευκαιρία της εγκαθίδρυσης της λατρείας του θεού στη νεοϊδρυθείσα Νικομήδεια γύρω στο 264 π.Χ.

2. Άγαλμα Διός Στρατίου

Το γλυπτό αυτό δε μας σώζεται και ο αγαλματικός τύπος του δεν έχει ταυτιστεί με ασφάλεια. Αναγνωρίζεται πάντως σε γενικές γραμμές σε παραστάσεις νομισμάτων της Βιθυνίας από την εποχή του Προυσία Α΄ (228-185 π.Χ.) ως την εποχή του Νικομήδη Γ΄ (128-94 π.Χ.),5 καθώς και σε μαρμάρινο αγαλματίδιο από την Κάμειρο της Ρόδου.6 Ο θεός απεικονίζεται όρθιος να φορά ιμάτιο και να στηρίζεται σε σκήπτρο, ενώ με το δεξί τεντωμένο χέρι του κρατά στεφάνι από φύλλα ελιάς.

3. Άγαλμα Αφροδίτης Λουομένης

Αντίθετα, το άγαλμα της Αφροδίτης Λουομένης του Δοιδάλσα αναγνωρίζεται στον τύπο της γυμνής «οκλάζουσας Αφροδίτης», που ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στη Ρωμαϊκή εποχή και σώζεται σε πολλά ρωμαϊκά αντίγραφα και παραλλαγές. Μάλιστα το μαρμάρινο άγαλμα της θεάς που είδε ο Πλίνιος στη Ρώμη θεωρείται ότι αποτελεί αντίγραφο του πρωτότυπου χάλκινου αγάλματος των μέσων του 3ου αι. π.Χ., το οποίο παράγγειλε στο Δοιδάλσα ο Νικομήδης Α΄, επειδή δεν μπόρεσε να αποκτήσει την Αφροδίτη της Κνίδου, που τόσο επιθυμούσε.7

Αλλά δεν πρόκειται για λατρευτικό άγαλμα παρά για ένα σημαντικό αναθηματικό γλυπτό. Το άγαλμα αυτό θεωρείται ότι βρισκόταν ακόμη στη Νικομήδεια κατά τους Ύστερους Αυτοκρατορικούς χρόνους, οπότε εμφανίζεται σε νομίσματα. Ωστόσο η σύνδεση του αγάλματος με το βασιλιά της Βιθυνίας Νικομήδη Α΄ και η χρονολόγησή του στα μέσα του 3ου αι. π.Χ. (264-247 π.Χ.) έχουν αμφισβητηθεί. Ο αγαλματικός τύπος της «οκλάζουσας Αφροδίτης» παραδίδεται σε περίπου 15 μαρμάρινα αντίγραφα και παραλλαγές, σε πάμπολλα χάλκινα και πήλινα αγαλματίδια, καθώς και σε ρωμαϊκά νομίσματα της Βιθυνίας, της Παφλαγονίας και του Πόντου. Ανάμεσα σε αυτά ξεχωρίζουν o ακέφαλος μαρμάρινος κορμός από τη Βιέν της Γαλλίας στο Λούβρο, το κεφάλι Αφροδίτης από την Κύμη της Ιταλίας στη Γλυπτοθήκη του Μονάχου, καθώς και το μαρμάρινο άγαλμα από τη Villa Hadriana στο Museo Nazionale Romano. Η θεά απεικονίζεται άλλοτε μόνη και άλλοτε σε σύμπλεγμα μαζί με τον Έρωτα, σε μια στάση που θα της επέτρεπε να χύνει νερό στην πλάτη της κατά τη διάρκεια του λουτρού.

4. Αποτίμηση

Πρόκειται για την πιο εντυπωσιακή γυμνή Αφροδίτη της Ελληνιστικής εποχής, που επαναλαμβάνει το θέμα της λουομένης Αφροδίτης της Κνίδου του Πραξιτέλη. Ωστόσο η ιδιαίτερα απαλή και αισθησιακή απόδοση της σάρκας και γενικά ο γήινος χαρακτήρας της μορφής του Δοιδάλσα υπηρετεί ένα γυναικείο ιδανικό πολύ διαφορετικό από αυτό του Πραξιτέλη και της εποχής του. Δίκαια έχει παραλληλιστεί με έργα του ευρωπαϊκού μπαρόκ και ιδιαίτερα με τις γυμνές γυναικείες μορφές του Rubens. Αυτό το ιδανικό αποδίδεται εδώ με τέτοιο ρεαλισμό, που όμοιό του βρίσκουμε πάλι μόνο στα χρονικά και τοπικά συγγενή έργα της Πρώτης Περγαμηνής Σχολής, ενώ η συστρεφόμενη και τρισδιάστατη στάση της μορφής καθώς και η φυσιοκρατική απόδοση της κοιλιακής της χώρας οφείλουν πολλά στην παράδοση του Λυσίππου.



1. Στράβ. 12.4.2.

2. Plin., HN 36.35.

3. Μόνο ένα χειρόγραφο, ο κώδικας Bamberg, δίνει το όνομα «Daedalsas», και πολλοί εκδότες του κειμένου του Πλινίου αμφιβάλλουν για το κατά πόσον το όνομα ενός γλύπτη μπορεί πράγματι να ταυτιστεί στο κείμενο. Andre, J. - Bloch, R. - Rouveret, A., Pline l’Ancien. Histoire Naturelle, Livre XXXVI (Paris 1981), σελ. 162, σημ. 4.

4. Ευστ., Σχόλια στο Διονύσιο Περιηγητή, σελ. 793· Αρρ., FGrHist 3, 594, F 41· Overbeck, J., Die antiken Schriftquellen zur Geschichte der bildenden Kunste bei den Griechen (Leipzig 1868), αρ. 2045.

5. Catalogue of Greek coins in the British Museum, “Pontus”, πίν. 37-39· Newell, E.T., Royal Greek Portrait Coins (New York 1937), σελ. 37, πίν. 3, εικ. 1.

6. Laurenzi, L., “La personalita di Doidalses di Bitinia”, ASAtene 8-9 (1946-1948), σελ. 169, εικ. 2.

7. Plin., HN 36.21.