Σεραφείμ Β΄ Αγκύρας (Πισίδιος)

1. Γέννηση, εκπαίδευση

Οι μόνες πληροφορίες που υπάρχουν για τα πρώτα στάδια της ζωής του Σεραφείμ προέρχονται από τη βιογραφία του την οποία συνέγραψε το 1865 ο Ατταλειάτης λόγιος Δ.Ε. Δανιήλογλου και βασίζεται εν πολλοίς σε προφορικές παραδόσεις είτε σε χαμένες σήμερα φυλλάδες που κυκλοφορούσαν τότε για τη ζωή και το έργο του Σεραφείμ. Δεδομένων των ανακριβειών που παρουσιάζει η βιογραφία αυτή ως προς τις χρονολογίες που περιλαμβάνει, πρέπει να αντιμετωπίζεται με γενικότερη επιφύλαξη, καθώς μπορεί να υπάρχουν και άλλα προβλήματα ή υπερβολές. Σύμφωνα με το Δανιήλογλου, ο Σεραφείμ γεννήθηκε στην Αττάλεια περί το 1720,1 χρονολογία που μπορεί να γίνει αποδεκτή, καθώς ταιριάζει με τα χρονικά πλαίσια της μετέπειτα ζωής και σταδιοδρομίας του. Την προέλευσή του από την Αττάλεια την επιβεβαιώνει πρώτα απ’ όλα ο ίδιος, καθώς στα έργα του υπογράφει τουρκόγλωσσα ως «Σεραφείμ Ατταλιαλού» και ελληνόγλωσσα ως «Σεραφείμ ο εκ Πισιδίας», λόγω του ότι η Αττάλεια υπαγόταν στη μητρόπολη Πισιδίας, της οποίας αποτελούσε τότε και την έδρα. Το οικογενειακό του περιβάλλον ήταν οπωσδήποτε τουρκόφωνο, όπως άλλωστε η πλειονότητα, αν όχι το σύνολο, των χριστιανών της Αττάλειας εκείνη την εποχή. Πάντως, κρίνοντας από την άνεση με την οποία έλαβε αργότερα ελληνική παιδεία και την επαρκή χρήση ελληνικού λόγου που τον χαρακτήριζε, δεν αποκλείεται να έμαθε τα πρώτα ελληνικά στο οικογενειακό περιβάλλον του, δηλαδή η οικογένειά του να ήταν εν μέρει δίγλωσση. Επίσης, πρέπει να προερχόταν από ευκατάστατη οικογένεια, καθώς μπόρεσε να μεταβεί για σπουδές στην Καισάρεια και στη συνέχεια στη Σμύρνη, ενώ είχε τη δυνατότητα να εκδώσει με δικά του έξοδα τα πρώτα έργα του.

Κατά το Δανιήλογλου, ο Σεραφείμ παρέμεινε στην Αττάλεια έως το 20ό έτος της ηλικίας του, δηλαδή περί το 1740, οπότε και αναχώρησε για λόγους σπουδών πρώτα για την Καισάρεια και στη συνέχεια για τη Σμύρνη, όπου ολοκλήρωσε την εγκύκλια εκπαίδευσή του. Στη Σμύρνη μάλιστα φέρεται να υπήρξε μαθητής του Αδαμαντίου (προφανώς πρόκειται για το Ρύσιο). Κατά την παραμονή του στην Καισάρεια του γεννήθηκε η ιδέα της εγκατάλειψης του κοσμικού βίου, ενώ ολοκληρώνοντας τις σπουδές του στη Σμύρνη προχειρίστηκε διάκονος.
2 Η πληροφορία για την πραγματοποίηση των πρώτων σπουδών του στην Καισάρεια φαίνεται να έχει βάση, καθώς λειτουργούσε εκεί ελληνικό σχολείο από την εποχή του μητροπολίτη Νεοφύτου (1716-1734), η κατόπιν Ιερατική Σχολή Τιμίου Προδρόμου, και επιπλέον η Καισάρεια αποτελούσε ήδη από τη δεκαετία του 1730, αν όχι και νωρίτερα, κέντρο συγγραφής καραμανλίδικων κειμένων, δραστηριότητα η οποία φαίνεται πως ενέπνευσε το Σεραφείμ για το μετέπειτα έργο του.

2. Σταδιοδρομία

Έχοντας ήδη χειροτονηθεί διάκονος στη Σμύρνη κατά το τέλος των σπουδών του, ο Σεραφείμ στη συνέχεια μετέβη στην Κωνσταντινούπολη, όπου έδρασε ως διδάσκαλος και ιεροκήρυκας χρησιμοποιώντας και τις δύο γλώσσες, την ελληνική και την τουρκική. Στο έργο του αυτό διακρίθηκε ιδιαίτερα, κερδίζοντας τη συμπάθεια και την υπόληψη του ανώτερου κλήρου.3 Η παρουσία και η δράση του Σεραφείμ στην Κωνσταντινούπολη μπορεί να χρονολογηθεί στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1740, καθώς κατά την επόμενη δεκαετία και ήδη από τις αρχές αυτής ήταν μοναχός στη μονή Κύκκου στην Κύπρο.

Ως μοναχός της μονής Κύκκου ξεκίνησε την εκδοτική του δραστηριότητα, οπότε και τα χρονολογικά πλαίσια της σταδιοδρομίας του καθίστανται ευδιάκριτα, καθώς στους υπότιτλους των έργων που εκδίδει παρατίθενται πληροφορίες για το πρόσωπό του. Κατά την πρώτη φάση της εκδοτικής του δραστηριότητας, μεταξύ των ετών 1753 και 1756, ο Σεραφείμ χαρακτηρίζεται απλώς ιερομόναχος της μονής Κύκκου, ενώ το 1758 φέρεται να έχει λάβει τον τίτλο του αρχιμανδρίτη. Το 1774 εκλέχτηκε μητροπολίτης Αγκύρας, γεγονός του οποίου η ακριβής χρονολόγηση αποδεικνύεται από θυρεό που στολίζει μεταγενέστερη έκδοση του Σεραφείμ, του 1782, και ο οποίος φέρει την επιγραφή «ο Αγκύρας Σεραφείμ 1774». Ήταν ακόμη μητροπολίτης Αγκύρας το 1780, όταν εκδόθηκε άλλο ένα βιβλίο μεταφρασμένο από αυτόν, θέση την οποία διατήρησε έως το 1781 περίπου, καθώς στις επόμενες εκδόσεις του από το 1782 και εξής αναφέρεται ως «πρώην μητροπολίτης Αγκύρας» («σαππήκα Εγκιουρού μητροπολλουτού»).

Ο Δανιήλογλου τοποθετεί, εσφαλμένα όπως αποδεικνύεται, την αρχιερατεία του στην
Άγκυρα σε χρόνο προ της ένταξής του στη μονή Κύκκου και της εκδοτικής του δραστηριότητας. Αναφέρει μάλιστα ένα παράδοξο περιστατικό ως αιτία παραίτησής του από το μητροπολιτικό θρόνο: ότι κατά τη διάρκεια μιας λειτουργίας καταλήφθηκε από κρίση μανίας και επιτέθηκε σε διάκονο τραυματίζοντάς τον θανάσιμα.4

Η τελευταία φάση της εκδοτικής του δραστηριότητας έλαβε χώρα κατά τα έτη 1782 και 1783, ενώ οι μεταγενέστερες εκδόσεις έργων του κατά την πρώτη δεκαετία του 19ου αιώνα είναι μεταθανάτιες. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε στην Κωνσταντινούπολη, όπου και τάφηκε στη μονή Ζωοδόχου Πηγής Μπαλουκλί, έχοντας αποβιώσει γύρω στο 1790. Κατά την τελευταία φάση της ζωής του ήταν πλέον διάσημος μεταξύ των Μικρασιατών χριστιανών και παραδίδεται ότι σε επίσκεψή του στην ιδιαίτερη πατρίδα του Αττάλεια έγινε δεκτός με μεγάλο ενθουσιασμό.
5

3. Πνευματική και εκδοτική δραστηριότητα

Το έργο ζωής του Σεραφείμ, στο οποίο οφείλει και τις μεγάλες διακρίσεις που γνώρισε, αφορά την έκδοση καραμανλίδικων βιβλίων, των οποίων υπήρξε ως επί το πλείστον και ο μεταφραστής. Η δράση του αυτή, που χρονολογείται μεταξύ των ετών 1753 και 1783, ανήκει στην αρχαιότερη περίοδο της ιστορίας των καραμανλίδικων εκδόσεων (από το 1718, οπότε εκδίδεται το πρώτο βιβλίο, έως το 1800), κατά την οποία ο Σεραφείμ αποτελεί την κυρίαρχη προσωπικότητα σε αυτό το χώρο. Μια ματιά στα ποσοτικά δεδομένα αυτής της παλαιότερης φάσης των καραμανλίδικων εκδόσεων είναι αρκετή για να δείξει την κυρίαρχη παρουσία του: σε σύνολο δεκαεπτά βιβλίων που εκδίδονται από το 1718 έως το 1783, τα δεκατρία αφορούν, ως προς την επιμέλεια έκδοσης αλλά και τη μετάφραση των περισσότερων, δικές του εργασίες.

Χρονικά το έργο του Σεραφείμ εντοπίζεται σε δύο κύριες φάσεις: η πρώτη εκτείνεται κατά τη δεκαετία του 1750, όταν ο ίδιος είναι μοναχός και μετά αρχιμανδρίτης της μονής Κύκκου και εκδίδει έξι βιβλία από το 1753 έως το 1758· η δεύτερη κατά τα έτη 1782 και 1783, μετά τη λήξη της αρχιερατείας του στην Άγκυρα με πέντε εκδόσεις. Εμβόλιμα και κατά τη διάρκεια της θητείας του ως μητροπολίτη Αγκύρας εκδίδει δύο μόνο βιβλία κατά τα έτη 1776 και 1780. Νεότερες εκδόσεις των έργων του κατά τις δεκαετίες του 1790-1800 και 1800-1810 μπορούν να θεωρηθούν μεταθανάτιες, όπως και η πρώτη έκδοση ενός ακόμη έργου του, του Άγιος Γρηγέντιοσουν Την Μουτζελεσί Γιαουτί Ερβάνηλαντου έτους 1800.

Από την ομάδα των έξι βιβλίων που τυπώθηκαν στη δεκαετία του 1750, τα πέντε πρώτα εκδόθηκαν στη Βενετία κατά τα έτη 1753 και 1756 από το τυπογραφείο του Antonio Bortolli, που αποτελούσε έναν από τους κύριους εκδότες ελληνικών βιβλίων. Την εποχή αυτή ο Σεραφείμ βρισκόταν ο ίδιος στη Βενετία και είχε προσωπική συμμετοχή στη διαδικασία τύπωσης των βιβλίων αυτών ελέγχοντας τα δοκίμια.
6 Κατά το Δανιήλογλου, όταν ο Σεραφείμ έφτασε στη Βενετία και πριν ξεκινήσει η εκτύπωση των βιβλίων του, συκοφαντήθηκε στις αρχές ότι το περιεχόμενό τους ήταν εχθρικό προς το βενετικό κράτος και την καθολική Εκκλησία, με αποτέλεσμα την αναστολή της εκτύπωσης και τη διεξαγωγή έρευνας. Παρά ταύτα, το συμβούλιο των αναθεωρητών (reformatori) του πανεπιστημίου της Πάδοβας, που ούτως ή άλλως γνωμοδοτούσε για κάθε υπό έκδοση βιβλίο, έδωσε τη συγκατάθεσή του και η έκδοση προχώρησε, παρόλο που τα μέλη του δεν ήταν σε θέση να κατανοήσουν τη γλώσσα. Στη θετική εισήγηση των αναθεωρητών έπαιξαν ρόλο και πιέσεις εκ μέρους της συντεχνίας των τυπογράφων, που είδαν στο καραμανλίδικο βιβλίο ένα νέο πεδίο επικερδούς δραστηριότητας.7 Στη συνέχεια, το Κουτλουσερίφ του 1758 εκδίδεται στη Λειψία από τον οίκο Γόττλοπ και Τράικοπφ, οι βίοι Κλήμεντος και Αγαθαγγέλου πάλι στη Βενετία από τον Bortolli, ενώ όλες οι εκδόσεις της περιόδου 1780-1783 πραγματοποιούνται στη Βενετία αυτή τη φορά από τον οίκο των Γλυκήδων.8 Τέλος, το μεταθανάτιο Άγιος Γρηγέντιοσουν Την Μουτζελεσί Γιαουτί Ερβάνηλαν (1800) εκδίδεται στην Κωνσταντινούπολη από το πατριαρχικό τυπογραφείο.

Ως προς το περιεχόμενο των βιβλίων αυτών, όλα ανήκουν στο χώρο της εκκλησιαστικής φιλολογίας και περιλαμβάνουν τα βασικότερα λειτουργικά κείμενα (Ευαγγέλιο, ψαλμοί του Δαβίδ, οίκοι της Θεοτόκου, ακολουθίες, προσευχές και δεήσεις) είτε τα λεγόμενα ψυχωφελή αναγνώσματα θρησκευτικού περιεχομένου (βίοι αγίων, κατηχήσεις, ιστορίες περί ναών και εικόνων, κανόνες), όλα μεταφρασμένα στην τουρκική από παλαιότερες ελληνικές εκδόσεις. Ο Σεραφείμ μετέφρασε ο ίδιος στην τουρκική, και για την ακρίβεια στη λαϊκή διάλεκτο της Ανατολίας, τα έργα που εξέδωσε, με την εξαίρεση δύο περιπτώσεων για τις οποίες ο ίδιος αναφέρει ότι αναπαράγει παλαιότερες μεταφράσεις του παπα-Χρυσάφη Χατζημπαλήογλου από την Καισάρεια: Η μία περίπτωση είναι το έργο Νέος Θησαυρός Αγγιλάν Κιτάπ,στο οποίο αφήνει τη μετάφραση του παπα-Χρυσάφη αυτούσια, και η άλλη είναι το έργο Άγιος Γρηγέντιοσουν Την Μουτζελεσί Γιαουτί Ερβάνηλαν, στο οποίο αναθεωρεί τη μετάφραση.
9

Το πρωτότυπο έργο του Σεραφείμ, το οποίο αναδεικνύει τη λόγια ιδιότητά του, συνίσταται από ποίηση, σε ελληνική και τουρκική γλώσσα, από την οποία φαίνεται και η ικανότητά του στη χρήση του μέτρου. Τουρκόγλωσση ποίησή του συμπεριλαμβάνεται στο Κολάι Ιμάν Νασιχετού του 1753, ενώ για την ελληνόγλωσση μας πληροφορεί ο Δανιήλογλου, που μνημονεύει ότι ο Σεραφείμ υπήρξε συγγραφέας ελληνικής ακολουθίας του εορταζόμενου στην Αττάλεια οσίου Λεοντίου του Αθηναίου. Η εκδοτική τύχη αυτής της ακολουθίας είναι άγνωστη. Επίσης, πρωτότυπο έργο του Σεραφείμ μπορεί να θεωρηθεί η ιστορική διήγηση που συνέγραψε για τη θαυματουργή εικόνα της Ελεούσας της μονής Κύκκου, την οποία έγραψε εξ αρχής λόγω απώλειας παλαιότερου κειμένου του μοναχού Εφραίμ.

4. Αποτίμηση

Ο Σεραφείμ αποτελεί χαρακτηριστικό εκφραστή της εποχής του. Συλλαμβάνοντας και κατανοώντας τα ρεύματα και τις αναζητήσεις εκείνης της περιόδου, αξιοποίησε κατάλληλα τις ικανότητες και τη δραστηριότητά του, ώστε να καταστεί κορυφαίος εκφραστής και φορέας των σύγχρονων πνευματικών εξελίξεων. Η πρώτη αυτή περίοδος της καραμανλίδικης γραμματείας συμπίπτει με τον ελληνικό διαφωτισμό. Ασφαλώς, η ανάπτυξη της γραμματείας αυτής δεν μπορεί να ενταχθεί άμεσα στη διαδικασία του ελληνικού διαφωτισμού εφόσον είναι αλλόγλωσση, συνδέεται όμως με αυτήν ως έμμεσο αποτέλεσμα. Την εποχή που ο κλήρος επιδιώκει την εξάπλωση των εκκλησιαστικών γραμμάτων ως απάντηση στη σύγχρονη διάδοση κοσμικών νεωτεριστικών αντιλήψεων, η ιδέα αυτή περνά και στο χώρο της τουρκόφωνης Ανατολίας, εκεί όχι ως αντιπαράθεση με τυχόν νεωτεριστικές ιδέες αλλά ως στοιχειώδης ανάγκη κατανόησης του περιεχομένου της θρησκείας και της λατρείας όχι μόνο από το ποίμνιο αλλά και από τον κατώτερο κλήρο. Αυτό αναφέρει ξεκάθαρα και ο Σεραφείμ ως σκοπό των εκδοτικών δραστηριοτήτων του, δηλαδή το θρησκευτικό φωτισμό των «χριστιανών της Ανατολής». Έτσι, με απόφαση της εκκλησιαστικής ιεραρχίας η καθομιλουμένη τουρκική των ορθοδόξων της Μικράς Ασίας εντάχθηκε στη χορεία των γραπτών γλωσσών, με αποτέλεσμα να βελτιωθούν οι γνώσεις και η ποιότητα του κατωτέρου κλήρου αλλά και να διαδοθεί σε σημαντικό βαθμό η γνώση ανάγνωσης και γραφής μεταξύ των τουρκόφωνων ορθοδόξων της Μικράς Ασίας, εφόσον αυτό μπορούσε πλέον να γίνει στη μητρική τους γλώσσα και καθίστατο πολύ ευκολότερο.

Οι Salaville και Dallegio θεωρούν ως λόγο υιοθέτησης της ελληνικής γραφής τη δυσκολία του αραβικού αλφαβήτου,
10 κάτι που είναι βέβαια λάθος, εφόσον οι παραπάνω φαίνεται πως αγνοούν τη συμβολική σημασία που συνδέει το αλφάβητο με κάθε θρησκεία, ως ιερή γραφή, και που στην περίπτωση των ορθοδόξων που υπάγονταν στο οικουμενικό πατριαρχείο είναι το ελληνικό. Ο Σεραφείμ δεν υπήρξε πρωτοπόρος στη συγγραφή καραμανλίδικων κειμένων αυτή καθεαυτή, φαίνεται μάλιστα πως τις πρώτες παραστάσεις του από αυτή τη δραστηριότητα και την έμπνευση για τις μετέπειτα ενέργειες του την έλαβε στην Καισάρεια κατά τους χρόνους της εκπαίδευσής του. Η συνεισφορά του έγκειται στο ότι πρώτος αυτός εγκαινίασε τη συστηματική έκδοση καραμανλίδικων κειμένων. Μέχρι την εμφάνιση των πρώτων έργων του, η καραμανλίδικη γραμματεία περιοριζόταν σε χειρόγραφα (με την Καισάρεια να αποτελεί κέντρο συγγραφής, καθώς γνωρίζουμε το έργο του παπα-Χρυσάφη από τη δεκαετία του 1730) και σε δύο μεμονωμένες εκδόσεις, ασύνδετες μεταξύ τους, που έλαβαν χώρα στην Κωνσταντινούπολη (αρμενικό τυπογραφείο) το 1718 και στο Άμστερνταμ το 1743.11 Ευρισκόμενος στην Κύπρο ως μοναχός, ο Σεραφείμ φαίνεται πως απέκτησε τις απαραίτητες προσβάσεις ώστε να εξασφαλίσει την έκδοση των καραμανλίδικων κειμένων στα τυπογραφεία της Βενετίας. Είναι φυσικό ότι τη δουλειά αυτή θα την αναλάμβαναν τα τυπογραφεία που ήδη ειδικεύονταν στην έκδοση ελληνικών βιβλίων λόγω του αλφαβήτου, αφού διέθεταν τα απαραίτητα τυπογραφικά στοιχεία.12 Η ανάμειξη πλέον των τυπογράφων δίνει ουσιαστική ώθηση στην ανάπτυξη της καραμανλίδικης γραμματείας, εφόσον υπεισήλθε και ο παράγοντας του κέρδους, κάτι που άλλωστε έγινε από το 15ο αιώνα με πολλές καθομιλούμενες γλώσσες σε όλη την Ευρώπη. Η επιτυχία του Σεραφείμ ήταν άμεση και το έργο του έγινε αμέσως ευνοϊκά αποδεκτό μεταξύ των τουρκόφωνων ορθοδόξων. Ενώ οι πρώτες εκδόσεις του έγιναν με προσωπική του δαπάνη, σύντομα βρήκε χρηματοδότες στο χώρο των Μικρασιατών χριστιανών, όπως οι δύο Καισαρείς αδελφοί Χατζή Αβραάμ και Χατζή Ιωσήφ Δεβλέτογλου, ο Σμυρναίος Δημήτριος Βηδάλες και ομάδα Ατταλειατών πιστών.13 Η επιτυχία των εκδόσεων του Σεραφείμ οφειλόταν και στην καλή ποιότητα της μετάφρασής του, με αποτέλεσμα τα έργα του να παραμείνουν δημοφιλή και περιζήτητα πολλά χρόνια μετά το θάνατό του. Ακόμα και κατά την εποχή της συγγραφής του Δανιήλογλου (1865) θεωρούνταν οι καλύτερες μεταφράσεις και πολύ καλύτερης ποιότητας από τις νεότερες της Βιβλικής Εταιρείας.14

Η ανάπτυξη της καραμανλίδικης γραμματείας δεν αποτελεί μεμονωμένο φαινόμενο, ούτε εξέλιξη ειδικά εντοπιζόμενη στο χώρο των τουρκόφωνων ορθοδόξων της Μικράς Ασίας. Η ώθηση που δόθηκε από την τυπογραφία στη διάδοση της γραπτής απόδοσης λαϊκών γλωσσών, με κινητήρια δύναμη την επιδίωξη κέρδους εκ μέρους των τυπογράφων, είχε ήδη συντελεστεί σε ολόκληρη την Ευρώπη κατά τους τρεις προηγούμενους αιώνες, συντελώντας στην καθιέρωση της ομιλούμενης γλώσσας σε πρωταρχικό παράγοντα διαμόρφωσης ταυτότητας. Αργότερα, από τα τέλη του 18ου αιώνα και ιδίως κατά το 19ο, η επιδίωξη αναγωγής της λαϊκής κουλτούρας, με προεξάρχον στοιχείο την ομιλούμενη γλώσσα, σε λόγια αποτελεί το κυριότερο χαρακτηριστικό εθνικής συγκρότησης (ειδικά στον ευρωπαϊκό χώρο και στις παρυφές αυτού).

Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, η διάδοση της καραμανλίδικης γραμματείας θα μπορούσε να οδηγήσει στην ανάπτυξη ιδιαίτερης εθνικής συνείδησης στους τουρκόφωνους της Μικράς Ασίας ή και να τους μεταβάλει σε πρωτοπόρους εκφραστές της τουρκικής εθνικής ιδέας (όπως η ανάπτυξη αραβικής και αλβανικής εθνικής συνείδησης που αρχικά εντοπίζεται μεταξύ των χριστιανών Αράβων και Αλβανών). Αυτό δεν έγινε, γιατί τελικά η καραμανλίδικη γραμματεία όσο και αν συνέβαλε στην ανύψωση του πνευματικού επιπέδου των τουρκόφωνων ορθοδόξων της Μικράς Ασίας, δεν οδήγησε σε επιδίωξη ανάδειξης της τουρκικής γλώσσας σε «επίσημη». Για μία σειρά λόγων που μπορούν να συνοψιστούν στο στενό έλεγχο από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και στη σχετική εγγύτητα των ελληνόφωνων κοινοτήτων της Μικράς Ασίας, που παρείχαν και το πρότυπο οικονομικής και κοινωνικής ανέλιξης, το ρόλο αυτό τον έπαιξε η ελληνική γλώσσα, η οποία και διαδόθηκε ως μόνη γλώσσα εκπαίδευσης μεταξύ όλων των ορθοδόξων της Μικράς Ασίας. Όπως κατά το 18ο αιώνα επιδιώχθηκε από τα πάνω η προώθηση της καραμανλίδικης γραμματείας, το 19ο αιώνα προωθήθηκε επίσης από τα πάνω η καθιέρωση της ελληνικής ως μόνης γλώσσας εκπαίδευσης όλων των ορθόδοξων Μικρασιατών. Το σύνθετο αυτό φαινόμενο το αντικατοπτρίζει η επιγραμματική προσέγγιση του Δανιήλογλου κατά την τελική αξιολόγηση του έργου του Σεραφείμ, καθώς εκτιμά ότι στην εποχή του ο Σεραφείμ πρόσφερε μεγάλη υπηρεσία στην ανύψωση του πνευματικού επιπέδου των «χριστιανών της Ανατολής», αργότερα όμως και στους χρόνους του ίδιου του Δανιήλογλου (1865) το έργο αυτό ήταν πια ξεπερασμένο και περιττό, εφόσον η επέκταση των ελληνικών σχολείων πρόσφερε πια ελληνική παιδεία.
15




1. Δανιήλογλου, Δ.Ε., Πρόδρομοι της Αναγεννήσεως των Γραμμάτων εν τη Ανατολή (κυρίως Μικρά Ασία): Σεραφείμ Μητροπολίτης Αγκύρας Ατταλεύς (Κωνσταντινούπολις 1865), σελ. 4.

2. Δανιήλογλου, Δ.Ε., Πρόδρομοι της Αναγεννήσεως των Γραμμάτων εν τη Ανατολή (κυρίως Μικρά Ασία): Σεραφείμ Μητροπολίτης Αγκύρας Ατταλεύς (Κωνσταντινούπολις 1865), σελ. 5.

3. Δανιήλογλου, Δ.Ε., Πρόδρομοι της Αναγεννήσεως των Γραμμάτων εν τη Ανατολή (κυρίως Μικρά Ασία): Σεραφείμ Μητροπολίτης Αγκύρας Ατταλεύς (Κωνσταντινούπολις 1865), σελ. 5.

4. Δανιήλογλου, Δ.Ε., Πρόδρομοι της Αναγεννήσεως των Γραμμάτων εν τη Ανατολή (κυρίως Μικρά Ασία): Σεραφείμ Μητροπολίτης Αγκύρας Ατταλεύς (Κωνσταντινούπολις 1865), σελ. 5-6.

5. Δανιήλογλου, Δ.Ε., Πρόδρομοι της Αναγεννήσεως των Γραμμάτων εν τη Ανατολή (κυρίως Μικρά Ασία): Σεραφείμ Μητροπολίτης Αγκύρας Ατταλεύς (Κωνσταντινούπολις 1865), σελ. 24.

6. Την πληροφορία τη δίνει ο ίδιος ο Σεραφείμ σε εισαγωγικά σημειώματα των έργων Κολάι Ιμάν Νασιχετού και Νέος Θησαυρός Αγγιλάν Κιτάπ.

7. Δανιήλογλου, Δ.Ε., Πρόδρομοι της Αναγεννήσεως των Γραμμάτων εν τη Ανατολή (κυρίως Μικρά Ασία): Σεραφείμ Μητροπολίτης Αγκύρας Ατταλεύς (Κωνσταντινούπολις 1865), σελ. 9-12.

8. Η ανάπτυξη της εκδοτικής δραστηριότητας από το 15ο αιώνα και εξής ήταν μία κατεξοχήν εμπορική δραστηριότητα, της οποίας οι οικονομικές προοπτικές έγιναν εξαρχής αντιληπτές στα κυριότερα εμπορικά κέντρα της Ευρώπης, όπως η Βενετία, το Άμστερνταμ και η Αμβέρσα. Τα παραπάνω πανευρωπαϊκής εμβέλειας εμπορικά κέντρα, και όχι οι δυναστικές πρωτεύουσες, διατήρησαν την πρωτοκαθεδρία στην παραγωγή βιβλίων έως και το 18ο αιώνα. Βλ. Eisenstein, E., “The Fifteenth Century Book Revolution: Some Causes and Consequences of the Advent of Printing in Western Europe”, στο: Το Βιβλίο στις Προβιομηχανικές Κοινωνίες, Πρακτικά του Α' Διεθνούς Συμποσίου του Κέντρου Νεοελληνικών Ερευνών / ΕΙΕ (Αθήνα 1982), σελ. 60. Ειδικά ως προς το ελληνικό βιβλίο, η Βενετία αποτελεί την αναμφισβήτητη πρωτεύουσα αυτού κατά το 18ο αιώνα καθώς η πλειονότητα των βιβλίων τυπώθηκε εκεί. Στον τουρκοκρατούμενο χώρο, ελληνικό τυπογραφείο λειτουργούσε μόνο στη Μοσχόπολη και για μικρά διαστήματα το πατριαρχικό στην Κωνσταντινούπολη. Το τελευταίο λειτούργησε συστηματικά μόνο κατά το τέλος του αιώνα.

9. Το έργο Νέος Θησαυρός Αγγιλάν Κιτάπ του παπα-Χρυσάφη σώζεται σε χειρόγραφο του 1731, στον κώδικα Hierosolymitanus S. Sabbae, 527, βλ. Salaville. S. – Dallegio. E., Karamanlidika: bibliographie analytique d’ouvrages en langue turque imprimes en caracteres grecs, I. 1584-1850 (Αθήνα 1958), σελ. 30-36.

10. Salaville, S. – Dallegio, E., Karamanlidika: bibliographie analytique d’ouvrages en langue turque imprimes en caracteres grecs, I. 1584-1850 (Αθήνα 1958), σελ. VIII.

11. Salaville, S. – Dallegio, E., Karamanlidika: bibliographie analytique d’ouvrages en langue turque imprimes en caracteres grecs, I. 1584-1850 (Αθήνα 1958), σελ. 3-12.

12. Τα τρία τυπογραφεία της Βενετίας που εξέδιδαν τα περισσότερα ελληνικά βιβλία ήταν των Γλυκήδων, του Bortolli και του Σάρρου.

13. Οι παραπάνω χρηματοδότησαν αντίστοιχα την έκδοση των: Νέος Θησαυρός Αγγιλάν Κιτάπ γιανέ Γεγγή Χαζνέ (1756), Νακλιέτ βε Πεαντήρ Αζηματλού Πετέριμης Κλήμεντος … βε ταχή Αζήζ Αγαθάγγελος (1776), Παχαρί Χεγιάτ γιανιά Αζίζ Σσεχίτ Ολάν Μαρτυροσλαρίν Νακλιετή (1783).

14. Δανιήλογλου, Δ.Ε., Πρόδρομοι της Αναγεννήσεως των Γραμμάτων εν τη Ανατολή (κυρίως Μικρά Ασία): Σεραφείμ Μητροπολίτης Αγκύρας Ατταλεύς (Κωνσταντινούπολις 1865), σελ. 21-22.

15. Δανιήλογλου, Δ.Ε., Πρόδρομοι της Αναγεννήσεως των Γραμμάτων εν τη Ανατολή (κυρίως Μικρά Ασία): Σεραφείμ Μητροπολίτης Αγκύρας Ατταλεύς (Κωνσταντινούπολις 1865), σελ. 23.